ὠρυκτοῦ, Dor. ὠρυκτάς, ὁ, howling, λύκος ὠ. Hymn.Is.47.
ὠρυκτής: Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.
και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Ασκαφέας, σκαφτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -κ-].
Finnish: ulvonta; German: Geheul; Greek: σκούξιμο, ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτισμα; Ancient Greek: γόος, ἰυγή, κλαγγή, ὑλακή, ὠρυγή, ὠρυγμός, ὠρυδόν, ὠρυθμός, ὠρυκτής, ὤρυμα, ὠρυτός; Italian: uggiolio; Japanese: ハウリング; Russian: вой, завывание; Spanish: aullido; Swedish: ylande