νυμφίδιος

Revision as of 12:53, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, also ος, ον E.Alc.885 (lyr.):—bridal, λέκτρων ἅμιλλα, εὐναί, Id.Hipp.1140 (lyr.), Alc.l.c.; ᾠδαί Ar.Av. 1729 (lyr.); θάλαμοι A.R.1.1031, cf. IG12(8).441.1 (Thasos).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
nuptial.
Étymologie: νύμφη.

German (Pape)

der Braut zukommend, bräutlich; κοῖται, Eur. Alc. 249; εὖναι, 888; λέχη, Hipp. 1139; ᾠδή, Ar. Av. 1729; einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

νυμφίδιος: и 2 (ῐδ) свадебный, брачный (εὐναί Eur.; ᾠδή Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

νυμφίδιος: [ῐ], -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 885· - ὁ ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, λέχη, εὐναὶ Εὐρ. Ἱππ. 1140, Ἄλκ. 885· ᾠδαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1730.

Greek Monolingual

νυμφίδιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
νυφικός («νυμφιδίους εὐνάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + επίθημα -ίδιος (πρβλ. κουρίδιος)].

Greek Monotonic

νυμφίδιος: [ῐ], -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που ανήκει στη νύφη, νυφικός, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

νυμφῐ́διος,α, ον, ος, ον, [from νύμφη
of a bride, bridal, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

of marriage