ἀκμάζω

Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

ἀκμή)

   A to be in full bloom, at the prime:    I of persons, Hdt.2.134, Pl.Prt.335e; ἀ. σώματι, ῥώμῃ, X.Mem.4.4.23, Pl.Plt.310d, etc.; of cities and states, Hdt.3.57, 5.28; ἀ. τὸ σῶμα ἀπὸ τῶν λ ἐτῶν μέχρι τῶν έ καὶ λ Arist.Rh.1390b9; = τὰ τῶν νέων πράττειν Hyp.Fr. 122.    2 flourish, abound in a thing, πλούτῳ Hdt.1.29; παρασκευῇ πάσῃ Th.1.1; νεότητι Id.2.20; ναυσὶκαὶ χρήμασι Aeschin.3.163.    3 c. inf., to be strong enough to do, X.An.3.1.25.    II of things, ἀ. ὁ πυρετός, ἡ νόσος is at its height, Hp.Aph.2.29, Epid.1.25, Th.2.49; τοῦ πάθους ἀκμάζοντος Phld.Lib.p.31 O.; ἀ. ὁ πόλεμος Th.3.3; of corn, to be ripe, Id.2.19.    2 ἡνίκα . . ἀκμάζοι [ὁ θυμός] when passion is at its height, Pl.Ti.70d; ἀκμάζουσα ῥώμη Antipho4.3.3; ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα require the utmost care, X.Cyr.4.2.40.    3 impers., c. inf., ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι 'tis time to... A.Th.97 (lyr.); νῦν γὰρ ἀ. Πειθὼ . . ξυγκαταβῆναι now 'tis time for her to... Id.Ch. 726.

German (Pape)

[Seite 74] (ἀκμή), auf dem höchsten Punkte, in voller Blüthe stehen, bes. a) in der Blüthe der Jahre, in vollster Manneskraft; Plat. Rep. V, 459 b verb. ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ ἐκ τῶν γεραιτάτων ἢ ἐξ ἀκμαζόντων; Isocr. setzt ἀκμάζοντες den πρεσβύτεροι entgegen, 12, 267; dem παρηβηκώς Luc. Tyrannicid. 1; ἀκμάζειν ῥώμῃ Plat. Polit. 319 b; übh. stark sein, mit folgd. inf., ἐρύκειν τὰ κακά, um das Uebel abzuhalten, Xen. An. 3. 1, 25; reich sein, πλούτῳ Her. 1, 29; ὁ Περσῶν βασιλεὺς ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ πεζῇ στρατιᾷ Aesch. 3, 163 (vgl. Thuc. 1, 1); geistig, οἱ πρεσβύτεροι ἀκμάζουσι τῷ εὖ φρονεῖν, 1, 24; ἔν τινι ἀκμάζειν 2, 138; Plut. Pericl. 37; πρός τι Arist. rhet. 1, 5. Uebertr. auf Sachen, τὰ τῶν Σι φνίων πράγματα ἤκμαζε, der Staat war in voller Blüthe, Her. 3, 57; vgl. 6, 127; τὸ ναυτικόν Thuc. 7, 63; νόσος 2, 49, die Krankheit hat den höchsten Grad erreicht; πόλεμος 3, 3 (wie Plut. Them. 4); θέρος 2, 19; όπώρας ἀκμαζούσης, mitten im Herbst, Long. 2, 1; σίτου ἀκμάζοντος Xen. Hell. 1, 2, 4; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. 3, 1; die Zeit, wo das Getreide reif ist. – Impers., es ist hohe, rechte Zeit, βρετέων ἔχεσθαι Aesch. Spt. 94; ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα, es gilt die größte Sorgfalt, Xen. Cyr. 4, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμάζω: μέλλ. άσω, (ἀκμή), εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ, εἶμαι εἰς τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας μου, εἶμαι πλήρης σφρίγους καὶ δυνάμεως. 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 2. 134, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε· ἀκμάζειν σώματι, ῥώμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 310D, κτλ.: οὕτως ἐπὶ πόλεων καὶ κρατῶν, Ἡρόδ. 3. 57., 5. 28· ἀκμ. τὸ σῶμα ἀπὸ τῶν λ΄ ἐτῶν μέχρι τοῦ ε΄ καὶ μ΄, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 4. 2) ἀκμάζω, ἰσχύωἐξέχω εἴς τι, πλούτῳ, Ἡρόδ. 1. 29· παρασκευῇ πάσῃ, Θουκ. 1. 1· νεότητι, ὁ αὐτ. 2. 20· ἔν τινι, Αἰσχίν. 46. 23. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι ἀρκούντως ἰσχυρὸς ὥστε νὰ πράξω τι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκμάζει ὁ πόλεμος, ἡ νόσος, εἶναι ἐν τῇ ὑψίστῃ αὑτῆς ὁρμῇ, ἐνεργείᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Θουκ. 3. 3., 2. 49., ἀκμάζον θέρος, ὅταν ᾖ ἐν τῇ ἀκμῇ αὑτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 19· ἐπὶ σίτου, ὅταν μεστώσῃ καὶ ᾖ ἕτοιμος πρὸς θερισμόν, ὁ αὐτ. 2) ὡσαύτως, ἡνίκα ... ἀκμάζοι [ὁ θυμός], ὁπότε ὁ θυμὸς ἦτο εἰς τὴν ὑψίστην του ἀκμήν, Πλάτ. Τίμ. 70D· ἀκμάζουσα ῥώμη, Ἀντιφῶν 127. 25· ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα, ἀπαιτοῦσι τὴν ὑψίστην ἐπιμέλειαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40. 3) ἀπροσώπ., μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι, εἶναι καιρὸς νά ..., Αἰσχύλ. (λυρ.), Θ. 96· νῦν γὰρ ἀκμ. Πειθώ ... ξυγκαταβῆναι, τώρα εἶναι καιρὸς δι’ αὐτὴν νά ..., ὁ αὐτ. Χο. 726.