κώμη

Revision as of 11:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,

   A unwalled village, opp. fortified city (said to be Dor. = Att. δῆμος, Arist.Po.1448a36, cf. κωμῳδία), Hes.Sc.18, Hdt.5.98; opp. πόλις, Pl.Lg.626c; κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt.1.96; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th.1.5; πόλεως . . κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib.10, cf. 3.94; διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X.HG5.2.5; κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist.Pol.1261a28.    II quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46, cf. Pl.Lg. 746d.

German (Pape)

[Seite 1544] ἡ, Dorf, Flecken; ein offener Ort, in welchem mehrere Familien in besonderen Wohnungen leben und eine Gemeinde bilden, im Ggstz der mit Mauern umschlossenen Stadt, eigtl. dorisch (Arist. poet. 3, 6 οἱ Πελοπ οννήσιοι κώμας τὰς περιοικίδας καλεῖν φασιν), dem att. δῆμος entsprechend; Hes. Sc. 18; προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Thuc. 1, 5, vgl. 1, 10. 3, 94; im Ggstz von πόλις Plat. Legg. I, 626 c; οἰκίαν καὶ κώμην καὶ πόλιν ἔχειν ib. 627 a, vgl. Rep. V, 475 d; φρατρίας καὶ δήμους καὶ κώμας Legg. V, 716 d; Xen. u. Folgde. – Auch ein Quartier, ein Viertel in einer Stadt, vicus, B. A. 274, 30; διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr. 7, 46. – Nach Philozen. bei St. B. v. κώμ η von κοιμᾶσ θαι, ἐν ταῖς μακραῖς ὁδοῖς μέσα χωρ'α ἔκτισαν πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι νυκτὸς ἐπιγιγνομένης.

Greek (Liddell-Scott)

κώμη: ἡ, = Λατ. vicus, χωρίον ἀτείχιστον ἢ πόλις ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· κυρίως Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. δῆμος (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πόλις, Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης αὐτόθι 10· τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· οὕτως ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. vicus, συνοικία ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. κωμήτης. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ κεῖμαι· πρβλ. Λιθ. kém-as χωρίον, kaim-ýnas γείτων· Γοτθ. haim-s (κώμη), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)