αἷμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A blood, Il. 1.303, etc.; φόνος αἵματος 16.162; ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El.786: in pl., streams of blood, A.Ag.1293, S.Ant. 121, E.El.1172, Alc.496. 2 of anything like blood, Βακχίου Tim. Fr.7; αἷ. σταφυλῆς LXXSi.39.26, cf. App.Anth.3.166 (Procl.). b dye obtained from ἄγχουσα, alkanet, PHolm.15.25, PLeid.X.99.3. 3 with collat. meaning of spirit, courage, οὐκ ἔχων αἷμα pale, spiritless Aeschin.3.160; τοὺς αἷμα φάσκοντας τὴν ψυχήν Arist.de An. 405b4. II bloodshcd, murder, A.Ch.520, S.OT101; ὅμαιμον αἷ. a kinsman's murder, A.Supp.449; εἴργασται μητρῷον αἷ. E.Or. 285, cf. 406; αἶ. πράττειν ib.1139; αἷμα συγγενὲς κτείνας S.Fr.799.3; αἷμα τραγοκτόνον shedding of goat's blood, E.Ba.139; ἐφ' αἵματι φεύγειν to avoid trial for murder by going into exile, SIG58 (Milet., V B.C.), D.21.105; αἷμα συγγενὲς φεύγων E.Supp.148: pl. in this sense, A.Ch.66,650, freq. in E., never in S.; αἵματασύγγονα brothers' corpses, E.Ph.1502:—concrete, νεακόνητον αἷ. keen-edged death, i. e. a sword, S.El.1394 (expl. by μάχαιρα, Hsch.). III blood relationship, kin, αἷ. τε καὶ γένος Od.8.583; αἵματός εἰς ἀγαθοῖο 4.611; οΐ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης Il.19.111; τὸ αἷ. τινος his blood or origin, Pi.N.11.34; αἷ. ἐμφύλιον incestuous kinship, S.OT1406; τοὺς πρὸς αἵματος Id.Aj.1305, cf. Arist.Pol.1262a11; μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι akin to her by blood, A.Eu.606, cf. Th.141; ἀφ' αἵματος ὑμετέρου S.OC245. 2 concrete, of a person, ὦ Διὸς . . αἷμα IG14.1003.1, cf. 1389 ii4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἷμα: -ατος, τό, Ὅμ. ὅστις πολλάκις συνάπτει φόνος τε καὶ αἷμα, κτλ., ψυχῆς ἄκρατον αἷμα, Σοφ. Ἠλ. 786· ὡσαύτ. κατὰ πληθ. αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293, Σοφ. Ἀντ. 120, Εὐρ. Ἠλ. 1176, Ἄλκ. 496. 2) ἐπὶ παντὸς ὁμοιάζοντος πρὸς αἷμα, αἷμα σταφυλῆς, Ἑβδ. (Σειρ. λθ΄, 26· (πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 69. 3) μετὰ παραλλήλου σημασίας θάρρους, εὐψυχίας, οὐκ ἔχων αἷμα = ὠχρός, ἄνευ ζωηρότητος, Αἰσχίν. 76. 28· πρβλ. Ἀριστ. περὶ ψυχ. 1. 2. 21: αἷμα φάσκουσί τινες τὴν ψυχήν. ΙΙ αἱματοχυσία, φόνος, Αἰσχύλ. Χο. 520, Σοφ. Ο. Τ. 101· πρβλ. Ἐλμσλ. Βάκχ. 139. ὅμαιμον αἷμα γίγνεται = συγγενοῦς φόνος τελεῖται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 449· εἴργασται μητρῷον αἷμα, Εὐρ. Ὀρ. 284· πρβλ. 406· αἷμα πράττειν, αὐτόθι 1139, ἔτι δὲ καὶ αἷμα κτανεῖν, ὡς ἐὰν τὸ αἷμα ἦτο σύστοιχος αἰτιατ., Σοφ. Ἀποσπ. 153: - ἐφ’ αἵματι φεύγειν, ἐξορία πρὸς ἀποφυγὴν δίκης ἐπὶ φόνῳ Δημ. 548, ἐν τέλ. ὅπερ ἐν Εὐρ. Ἱκ. 148 εἶναι, αἷμα φεύγειν, ἴδε Μυλλ. Εὐμεν. § 50, κἑξ. - Ὁ πληθυντικὸς κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. Παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1302, Χο. 64. 650. - συχνάκις παρ’ Εὐρ., οὐδέποτε παρὰ Σοφ. - αἵματα σύγγονα = ἀδελφῶν πτώματα, Εὐρ. Φοίν. 1503· - ἡ φράσις τοῦ Σοφοκλ. ἐν Ἠλέκτρ. 1394, νεακόνητον αἷμα χειροῖν ἔχων, παρεπλάνησε τὸν Ἡσύχ. καὶ ἄλλους ἵνα δώσωσιν εἰς τὸ αἷμα καὶ τὴν σημασίαν τῆς μαχαίρας· ἀλλ’ ἴδε τὴν λέξιν νεακόνητος. ΙΙΙ ὡς τὸ Λατ. sanguis, = αἷμα, ἐξ αἵματος συγγένεια, αἷμά τε καὶ γένος, Ὀδ. Θ. 583· αἵματός εἰς ἀγαθοῖο, Δ. 611· οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης, Ἰλ. Τ. 111· τὸ αἷμά τινος, ἡ καταγωγή του, Λατ. stirps, Πινδ. Ν. 11. 44· αἷμ’ ἐμφύλιον, Σοφ. Ο. Τ. 1406· ὁ πρὸς αἵματος = συγγενὴς ἐκ τοῦ αὐτοῦ αἵματος ἢ φυλῆς, ὁ αὐτ. Αἴ. 1305· πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 7· μητρὸς τῆς ἐμῆς ἐν αἵματι = συγγενὴς αὐτῆς ἐξ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 606· πρβλ. Θ. 141· ἀφ’ αἵματος, ἐκ τῆς φυλῆς, Σοφ. Ο. Κ. 245. 2) συγκεκρ. ἐπὶ προσώπου, ὦ Διός … αἷμα, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 1· αἷμα σόν, αὐτόθι 722. 8· πρβλ. 1046, 4, καὶ ἀλλ. (ἡ ῥίζα τῆς λέξεως εἶναι ἀμφίβολος).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 sang ; τὰ αἵματα flots de sang;
2 sang versé, meurtre ; ἀπόφονον αἷμα EUR sang qui n’aurait pas dû être répandu ; αἷμα γενέθλιον EUR meurtre d’une mère ; αἵματος δίκαι ESCHL accusation de meurtre ; ἐφ’ αἵματι φεύγειν DÉM être banni comme coupable de meurtre ; αἷμα πράττειν EUR faire payer la dette du sang ; αἵματος πράκτορες ESCHL vengeresses qui exigent la rançon du sang;
3 fig. sang, liens du sang, parenté, race : αἵματος εἶς ἀγαθοῖο OD tu es d’un bon sang, d’une bonne race ; ἐξ αἵματος εἶναι IL, ἀφ’ αἵματος εἶναι SOPH, ἐν αἵματι ESCHL être du sang de qqn ; ὁ πρὸς αἵματος SOPH qui est du même sang, parent;
4 âme ; force, courage.
Étymologie: DELG sans étymologie sûre.