λογογράφος

Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Greek (Liddell-Scott)

λογογράφος: ὁ, πεζογράφος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ἐπικ. ποιητ. (ἴδε λόγος ν), Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 7, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16. 1· - οἱ πρῶτοι Ἕλληνες ἱστορικοὶ ἀπὸ Κάδμου τοῦ Μιλησίου μέχρις Ἡροδότου οὕτω καλοῦνται ὑπὸ Θουκ. 1. 21, καὶ ἔκτοτε τὸ ὄνομα πρὸς δήλωσιν τῶν ἀρχαίων χρονογράφων τῶν πρὸ τοῦ Ἡροδότου· πρβλ. Müller Ἑλλ. Φιλολ. 1. 265, καὶ λογοποιός Ι. 1· - καθόλου, ἱστορικὸς συγγραφεύς, Πολύβ. 7. 7, 1· συναπτόμενον τῷ συγγραφεύς, Διον. Ἁλ. 1. 73. ΙΙ. ὡς τὸ λογοποιός ΙΙ, ὁ γράφων, συντάσσων λόγους, ἰδίως ὁ ἔχων τοῦτο ὡς ἐπάγγελμα καὶ γράφων ἐπὶ χρήμασι λόγους, οὓς ἕτεροι ἀπήγγελλον. Αὕτη ἡ συνήθεια λέγεται εἰσαχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀντιφῶντος καὶ συχνάκις ἐν χρήσει ὡς ὕβρις ἢ πρὸς ὀνειδισμόν, Φιλόστρ. 499, Πλούτ. 2. 822C· οὕτω πολιτικός τις ἀντίπαλος τοῦ Λυσίου διὰ πάσης τῆς λοιδορίας ἐκάλει λογογράφον, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· οὕτως ὁ Δημοσθένης ὠνειδίζετο ὡς λ., Δείναρχ. 104. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 78. 26· καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Δημ. ὁμιλῶν περί τινος λέγει λογογράφους καὶ σοφιστὰς ἀποκαλῶν, 417, τέλ., ἔνθα ἴδε Shilleto· - ἀλλ’ ἡ σύνταξις λόγων δὲν ἐπέφερεν ἀναγκαίως ὄνειδος, ἴδε Πλάτ. Φαῖδρ. 258C κἑξ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. qui écrit en prose :
1 prosateur en gén.
2 logographe, historien en prose ; historien en gén.
II. auteur de discours écrits pour d’autres.
Étymologie: λόγος, γράφω.