ἐλεεινός

Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ή, όν, ἐλεινός h.Cer.284, Att. (Eup.25) and Trag. (v. infr.), but ἐλεεινός Men.Sam.156 Pap.: written ἐλεηνός in LXXDa.9.23, 10.11: (ἔλεος):—

   A finding pity, pitied, δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il.24.309; moving pity, piteous, 23.110, etc.; ἐλεινὸς εἰσορᾶν piteous to behold, A.Pr.248; ἐλεινὸν ὁρᾷς thou lookest piteous, S.Ph. 1130 (lyr.); ἐσθῆτ' ἐλεινήν Ar.Ach.413; ἵν' ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ' εἶναι Id.Ra.1063; ἐλεινοὶ οἱ ἀδικοῦντες Lys.24.7; ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεινότατον D.21.186; -ότερος ἀνθρώποις τε καὶ θεοῖς Pl.Lg.729e.    b having received mercy, LXX ll.cc.    2 showing pity, ἐ. δάκρυον a tear of pity, Od.8.531, 16.219, Men.l.c.; οὐδὲν ἐλεινόν no feeling of pity, Pl.Phd.59a, cf. R.606b.    II Adv. ἐλεεινῶς, Att. ἐλεινῶς, pitiably, S.Ph.870, Ar.Th.1063; ἐλεινῶς διακεῖσθαι D.19.81: neut. pl. ἐλεεινά as Adv., Il.2.314.

German (Pape)

[Seite 794] mitleidswerth, bejammernswürdig; δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il. 24, 309, als Einer der Mitleid findet; übh. unglücklich, Hom. u. Folgde; Plat. Legg. V, 729 b; Lys. 24, 7; καὶ ἄθλιος Plat. Gorg. 469 a; auch von Sachen, θέα Rep. X, 620 a; ἐλεεινόν τι λέγειν Ion 535 c; δράματα Apol. 35 b; – ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, Od. 8, 531. 16, 219; – activ., mitleidig, ὦ τόξον, ἦ που ἐλεεινὸν ὁρᾷς Soph. Phil. 1115; auch bei Plat. (der nach B. A. 92 κατὰ ἐλεητικοῦ τὸν ἐλεεινὸν τέθεικε) ist τὸ ἐλεεινόν das Mitleid, Rep. X, 606 b; οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεεινὸν εἰσῄει Phaed. 59 a. – Ἐλεεινά, adv., Il. 2, 314 u. Sp.; ἐλεεινῶς, Dem. Vgl. ἐλεινός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεεινός: -ή, -όν, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς ἐλεινὸς (Πόρσων ἐν Προοιμ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. VIII), οὕτω δὲ καὶ ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Δημ. 285: (ἔλεος): - ὁ εὑρίσκων ἔλεος, ἄξιος ἐλέους, δός μ’ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ’ ἐλεεινὸν Ἰλ. Ω. 309: - ὁ κινῶν εἰς οἶκτον, ἀξιολύπητος, ἐλεεινός, Ὅμ. κλ.· καὶ μὴν φίλοις (γ΄) ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ, εἶμαι ἄξιον ἐλέου θέαμα, Αἰσχύλ. Πρ. 246· ἐλεινὸν ὁρᾷς, βλέπεις μὲ τεθλιμμένον ὄμμα, Σοφ. Φ. 1130· ἐσθῆτ’ ἐλεινὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 413· ἵν’ ἐλεινοὶ τοῖς ἀνθρώποις φαίνοιντ’ εἶναι ὁ αὐτ. Βάτρ. 1063· ἐλεεινοί εἰσι Λυσίας 178. 41· ποιῶν ἑαυτὸν ὡς ἐλεεινότατον Δημ. 574. 25· ἐλεεινότερος ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, ἄξιος πλείονος ἐλέου καὶ ἀνθρώποις καὶ θεοῖς, Πλάτ. Νόμ. 729Ε. 2) θλιβερός, λυπηρός, ὡς Ὀδυσσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, θλιβερὸν δάκρυον, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «ἐλεεινῶς, οἰκτρῶς» ἐδάκρυεν, Ὀδ. Θ. 531, Π. 219· οὐδὲν ἐλεεινόν, οὐδὲν αἴσθημα ἐλέου ἢ οἴκτου, Πλάτ. Φαίδων 59Α, πρβλ. Πολ. 606Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐλεεινῶς, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττικ. ποιηταῖς ἐλεινῶς, Σοφ. Φ. 870, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1063· ἐλεεινῶς διακεῖσθαι Δημ. 366. 23· οὐδ. πληθ. ἐλεεινά, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Β. 314.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 digne de pitié;
2 qui excite la pitié, pitoyable, lamentable : ἐλεινὸς εἰσορᾶν ESCHL pitoyable à voir ; ἐλεινὸν ὁρᾶν SOPH avoir un aspect pitoyable, lamentable ; adv. • ἐλεεινά IL d’une manière pitoyable ou lamentable;
II. qui s’apitoie sur, qui témoigne de la pitié, compatissant : δάκρυον ἐλεεινόν OD une larme de pitié ; οὐδὲν ἐλεεινόν PLAT aucun sentiment de pitié.
Étymologie: ἔλεος.