μυχός
English (LSJ)
ὁ, heterocl. pl.
A μυχά Call.Del.142, D.P.117, 128, etc.:— innermost part, nook, corner, μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Il.22.440; μ. σπείους γλαφυροῖο Od.5.226; μ. ἄντρου θεσπεσίοιο 13.363; μυχῷ Ἄργεος in a recess or in the farthest nook of Argos-land, of Mycenae, 3.263; of Ephyre, Il.6.152, cf. Pi.N.6.26; Τάρταρά τ' ἠερόεντα μυχῷ χθονός Hes.Th.119; τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων ib.1015; ἐν μυχῷ τῆς θήκης Hdt.3.16; μ. μαντεῖος Pi.P.5.68; κελαινὸς Ἄϊδος μ. γᾶς A.Pr.433 (lyr.): in pl., Κορίνθου ἐν μυχοῖς Pi.N.10.42; μυχοὶ χθονός or γῆς the infernal realms, E.Supp.926, Tr.952, etc.; μαντικοὶ μυχοί A.Eu.180; διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή a soul that sees in darkness, i.e. is full of deceit, S.Ph.1013. 2 inmost part of a house, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο Od.7.96; μυχοῦ ἄφερκτος A.Ch.446 (lyr.; nisi leg. μυχῷ) ; τὸ φάρμακον . . ἐν μυχοῖς σῴζειν S.Tr.686; οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι no longer hidden within the house (for the doors were thrown open, cf. Sch.), Id.Ant.1293, cf. E.Tr.299. b store-chamber, Xenoph.2.22, Pi.I. 1.56; ὧν μ. πλουτεῖ Phoen.2.18. c granary, Tab.Heracl.1.139. 3 creek running far inland, Hdt.2.11, 4.21; ἐς μυχοὺς ἁλός Pi.P.6.12; πόντιος μ., i.e. the Adriatic, A.Pr.839; ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Th.7.52; ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων X.An.4.1.7; ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Arist.Mir.836a24.
German (Pape)
[Seite 224] ὁ, plur. auch τὰ μυχά, D. Per. 117, der inner ste Ort im Hause, der abgelegenste Winkel; λέκτο μυχῷ δόμου, Il. 22, 440, öfter; μυχῷ σπείους, Od. 5, 226, ἄντρου, 15, 363; μυχῷ θαλάμων ἥμεθα, 23, 41; ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, von der Schwelle bis ins Innerste, 7, 87. 96; auch μυχῷ Ἄργεος, im innersten Winkel von Argos, Il. 6, 152 Od. 3, 263. So auch Pind., ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρύν, N. 1, 42, μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος, Ol. 11, 34, u. so Κορίνθου, vom Isthmus, N. 10, 42, Ἀρκαδίας ἀπὸ πολυγνάμπτων μυχῶν, Ol. 3, 28, öfter; auch ἐς μυχοὺς ἁλός, P. 6, 12, vom Meerbusen, der sich tief ins Land hineinzieht, wie Her. 2, 11. 4, 21; vgl. μυχὸς τοῦ λιμένος Thuc. 7, 4; oft bei Tragg.; ἄντρων, Aesch. Prom. 134; κελαινὸς δ' ἄϊδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς, 431; πόντιος, 841; ἀπαλλάσσεσθε μαντικῶν μυχῶν, Eum. 171; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω θεοῦ, Soph. Ai. 568; übertr., ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ' ἀεὶ ψυχή, Phil. 1001; ἐν μυχῷ χθονός, Eur. Suppl. 545, öfter; auch ἐν Αὐλίδος μυχοῖς, I. A. 660, Ἑλλάδος, Cycl. 290, öfter von der Unterwelt; sp. D.; ὀρέων, Schlucht, Xen. An. 4, 1, 7; Luc. Alex. 13 Tim. 22.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχός: ὁ, (μύω) ἑτερογ. πληθ. μυχά, Καλλ. εἰς Δῆλ. 142, Διον. Π. 117, 128, κτλ.· ― τὸ ἐνδότατον μέρος, τὸ βάθος, Λατ. sinus, recessus, μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο Ἰλ. Χ. 440· μ. σπείους γλαφυροῖο Ὀδ. Ε. 226· μ. ἄντρου θεσπεσίοιο Ν. 363· οὕτω, μυχῷ Ἄργεος, «τῷ ἐσωτάτῳ μέρει τοῦ Ἄργους» (Σχόλ.), «δηλοῖ δὲ ὁ μυχός, τὸ μὴ ἐν ἄκρῳ Πελοποννήσου κεῖσθαί που τὰς Μυκήνας, ἀλλ’ ἐν βάθει» (Σχόλ.), Ὀδ. Γ. 263· ἐπὶ τῆς Κορίνθου, Ἰλ. Ζ. 152· Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς Ἡσ. Θ. 119· τῆλε μυχῷ νήσων ἱεράων αὐτόθι 1014· ἐν μυχῷ τῆς θήκης Ἡρόδ. 3. 16· μ. μαντεῖος Πινδ. Π. 5. 91· καλαινὸς Ἄιδος μ. Αἰσχύλ. Πρ. 433· οὕτως ἐν τῷ πληθ., Κορίνθου ἐν μυχοῖσι Πινδ. Ν. 10. 78· μυχοὶ χθονὸς ἢ γῆς, τὸ βασίλειον τοῦ Ἅιδου, Εὐρ. Ἱκ. 936· Τρῳ 945· κτλ.· μυχοὶ μαντικοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 179 πρβλ. Markl. Ἱκέτ. 545· ἀλλ’ ἡ κακὴ σὴ διὰ μυχῶν βλέπουσ’ ἀεὶ ψυχή, ἀλλ’ ἡ κακὴ ψυχή σου ἡ πάντοτε ἐνεδρεύουσα ἐκ σκοτεινοῦ τινος μέρους, Σοφ. Φ. 1013. 2) τὸ ἐσώτατον μέρος οἰκίας, τὸ κατοικούμενον ὑπὸ γυναικῶν, ὁ γυναικών, Λατ. penetralia, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο, δηλ. ἐκ τῆς εἰσόδου τοῦ οἴκου μέχρι τῆς θύρας τοῦ γυναικῶνος, Ὀδ. Η. 96 (ὁ στίχ. 87 ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ... εἶναι πιθ. νόθος)· μυχοῦ ἄφερκτος Αἰσχύλ. Χο. 446· τὸ φάρμακον... ἐν μυχοῖς σῴζειν, εἰς τὰ μάλιστα ἀπόκρυφα μέρη, Σοφ. Τρ. 686· οὐ γὰρ ἐν μ. ἔτι, δὲν εἶναι κεκρυμμένη πλέον ἐντὸς τῆς οἰκίας (ἐπειδὴ αἱ θύραι ἀνεῴχθησαν, καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Σχολ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1293, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 299· πρβλ. μυχόθεν. 3) κόλπος ἐκτεινόμενος βαθέως εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 2. 11., 4. 21· ἐς μυχοὺς ἁλὸς Πινδ. Π. 6. 12· πόντιος μ., ὁ Ἀδριατικὸς κόλπος, Αἰσχύλ. Πρ. 839· παρὰ πεζογράφοις, ἐν τῷ κοίλῳ καὶ μ. τοῦ λιμένος Θουκ. 7. 52· ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ μ. τῶν ὀρέων Ξεν. Ἀν. 4. 1, 7· ἐν τῷ μ. τοῦ Ἀδρίου Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ― Περὶ τῶν ἀνωμάλων ὑπερθετ. μυχοίτατος, μύχατος, κτλ., ἴδε αὐτὰς τὰς λέξεις.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partie la plus basse ou la plus profonde, d’où
1 partie la plus reculée (d’une maison, d’une chambre, d’une grotte) ; intérieur d’une ville, d’un pays ; enfoncement d’un port, d’un golfe ; fond de la mer ; fond de la terre ; replis d’une montagne;
2 fig. fond ou intérieur de l’âme, de l’intelligence.
Étymologie: DELG pas d’étym. évidente.