τηλίκος

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, Dor. τᾱλίκος,

   A of such an age, so old or so young, answering to relat. ἡλίκος and interrog. πηλίκος (τηλικόσδε, τηλικοῦτος being used in Att.); used with relatives, πατρὸς . . τηλίκου ὥς περ ἐγών Il.24.487; so perh. παῖς τ., ὃν . . Od.18.175: c. inf., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί not so young as to stay at home, 17.20, cf. 1.297, 10.88; οὔ τοι τ. εἰμὶ μαθεῖν Thgn.578: Sup. -ώτατος,= πρεσβύτατος, Hsch.    II so great, τὸν τ. AP7.2.9 (Antip. Sid.); ὄνομα ib.7.11.4 (Asclep.); φρύαγμα τὸ τ. ib.10.64.1 (Agath.). Adv. -κως Aristaenet.2.9 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1106] dor. ταλίκος (verwandt mit τῆλις, talis), entsprechend dem fragenden πηλίκος, so alt, in solchem Alter, sowohl von geringerm, als von sehr hohem Alter; so jung, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί, Od. 1, 297. 19, 88; so alt, Il. 24, 487; ἤδη γάρ τοι παῖς τηλίκος, Od. 18, 175; c. int., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, Od. 17, 20; Theogn. 578; übh. so groß, so stark.

Greek (Liddell-Scott)

τηλίκος: [ῐ], -η, -ον, τόσος τὴν ἡλικίαν, τόσον νέος ἢ τόσον ἡλικιωμένος, συσχετικὸν τῷ ἡλίκος καὶ τῷ ἐρωτ. πηλίκος, Ὀδ. Α. 297, καὶ μεταγεν. Ἐπικ, (τὰ δὲ τηλικόσδε, τηλικοῦτος ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) ὡσαύτως μετ’ ἄλλων ἀναφορικῶν, μνῆσαι πατρὸς σοῖο, ..., τηλίκου ὥσπερ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ Ἰλ. Ω. 487· ἤδη μὲν γάρ τοι παῖς τηλίκος, ὃν σὺ μάλιστα ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι Ὀδ. Σ. 175· - μετ’ ἀπαρ., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, δὲν εἶμαι τόσον νέος, ὥστε νὰ μένω οἴκοι, Ρ. 200, πρβλ. Α. 297., Τ. 88· οὐ γὰρ τ. εἰμὶ μαθεῖν Θέογν. 578. ΙΙ. τόσον μέγας, Λατ. tantus, φρύαγμα τὸ τηλίκον Ἀνθ. Π. 10, 64. - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὑπερθετ. -ώτατος, πρεσβύτατος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cet âge :
1 aussi âgé;
2 aussi jeune.
Étymologie: *τηλός, -ικος.