λιαρός

Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ά, όν,

   A warm, lukewarm, αἷμα, ὕδωρ, Il.11.477, 830, Od.24.45, etc.; οὖρος λ. a warm, soft wind, 5.268; ὕπνος λ. gentle, balmy, Il.14.164, cf. A.R.3.300, etc.

German (Pape)

[Seite 42] wie χλιαρός, warm, lau; von warmen Quellen, Il. 22, 149; ἀπ' αὐτοῦ δ' αἷμα κελαινὸν νῖζ' ὕδατι λιαρῷ, 11, 830, öfter; auch αἷμα λ., 11, 477, u. οὖρος λ., ein lauer, linder Wind, Od. 5, 268. 7, 266, wie es auch sp. D. brauchen, λιαρὴ – αὔρη, Ap. Rh. 3, 1032, ἄνεμος, 1245; γάλα, Theocr. 25, 105. – Ueberhaupt mild, sanft, ὕπνος, linder Schlaf, Il. 14, 164; λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρώς, Opp. Hal. 2, 279.

Greek (Liddell-Scott)

λιᾰρός: -ά, -όν, = χλιαρὸς (ἴδε Χχ ΙΙΙ), θερμός, ὑπόθερμος, αἷμα, ὕδωρ Ἰλ. Λ. 477, 830, Ὀδ. Ω. 45, κτλ.· οὖρος λ., θερμὸς καὶ λεπτὸς ἄνεμος, Ε. 268· ὕπνος λ., ἥσυχος, ἤρεμος, ἀμβρόσιος, Ἰλ. Ξ. 164· ― οὕτως ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 300, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 chaud, tiède (sang, eau, etc.);
2 doux, agréable.
Étymologie: DELG cf. χλιαρός.

English (Autenrieth)

warm, lukewarm; αἷμα, ὕδωρ, Λ , Od. 24.45; then mild, gentle, Od. 5.268, Il. 14.164.