ἀστεμφής

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ές,

   A unmoved, unshaken, βουλή Il.2.344; βίη A.R.4.1375; ἀστεμφὲς ἔχεσκε [τὸ σκῆπτρον] he held it stiff, Il.3.219; οὐδός Hes.Th.812; ἀ. οἵη νέκυς Opp.H.2.70. Adv., ὑμεῖς ἀστεμφέως ἐχέμεν you hold fast! Od.4.419, cf. 459; ἀστεμφῶς τὸν βίον διενήξατο Marin. Procl.15: neut. ἀστεμφές as Adv., stiffly, starkly, Mosch.4.113; νεφέλαι . . ἀ. μελανεῦσαι dark without relief, Arat.878.    2 of persons, stiff, ποιηταὶ σκληροὶ καὶ ἀ. Ar.Fr.579; ἀ. τελαμών unflinching, Theoc.13.37; as pr. n. of a Titan, Emp.123.    3 metaph., of a trap, relentless, AP6.296 (Leon.); ζυγός, δεσμός, Opp.H.1.417, 2.84; νύξ AP9.424 (Duris).—Poet. word, also in late Prose, Agath.1.21. (Cf. στέμβω, στέμφυλον, Skt. stabhnaā´ti `supports', `holds fast'.)

German (Pape)

[Seite 375] ές (στέμβω), 1) unerschütterlich, unwandelbar, fest, ἀστεμφέα βουλήν Iliad. 2, 344; σκῆπτρον δ' οὔτ'ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ' ἀστεμφὲς ἒχεσκεν 3, 219; ἀστεμφέως ἔχειν, festhalten, nicht loslassen, Od. 4, 419. 459. So auch Sp. D., τελαμών Theocr. 13, 37; βίη Ap. Rh. 4, 1375; δόμος Orph. Arg. 665; vgl. Opp. H. 4, 613. Dah. grausam, hart, ποδάγρη Leon. Tar. 12 (VI, 296); δεσμός Opp. H. 2, 84. – 2) ungekeltert, von Trauben?

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεμφής: -ές, (στέμβω) ἀκίνητος, ἀδιάσειστος, ἀμετάτρεπτος, βουλή Ἰλ. Β. 344· βίη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1375· ἀστεμφές ἔχεσκεν [τὸ σκῆπτρον], ἐκράτει αὐτὸ ὀρθὸν καὶ ἀκίνητον, Ἰλ. Γ. 219· οὐδὸς Ἡσ. Θ. 812· ἀστ. οἵη νέκυς Ὀππ. Ἁλ. 2. 70. - Ἐπίρρ., ὑμεῖς δ’ ἀστεμφέως ἐχέμεν, σεῖς δὲ νὰ τὸν κρατῆτε γερά, νὰ τὸν βαστᾶτε καλά, Ὀδ. Δ. 419, πρβλ. 459· ὡσαύτως οὐδέτ. ἀστεμφὲς ὡς ἐπίρρ. ἀκινήτως, ἀσείστως, Μόσχ. 4. 113. 2) ἐπὶ προσώπων, στερρός, ἄκαμπτος, ποιηταὶ σκληροί καὶ ἀστ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563· αὐτῷ θ’ Ἡρακλῆϊ καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι, ἀκαμπεῖ καὶ σκληρῷ ἢ στερρῷ, Θεόκρ. 13. 37. 3) μεταφ., ἐπὶ ποδάγρας, ἀμείλικτος, ἀπηνής, ἀστεμφῆ ποδάγρην Ἀνθ. ΙΙ. 6. 296· ζυγός, δεσμὸς Ὀππ. Ἁλ. 1. 417., 2. 84· νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 9. 424.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
inébranlable, ferme, solide ; neutre adv. • ἀστεμφές avec force.
Étymologie: ἀ, στέμβω.

English (Autenrieth)

ές: firm, unyielding, Il. 2.344; as adv., still, Il. 3.219.