ἐρέφω

Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

impf.

   A ἤρεφον Ar.Fr.73, poet. ἔρ- Pi.O.1.68, also ἐρέπτω (q.v.) : fut. ἐρέψω Ar.Av.1110 : aor. 1 ἤρεψα D.19.265 (nowhere else in Att. Prose), Ep. and Lyr. ἔρεψα Hom., Pi.O.13.32:—Med., fut. ἐρέψομαι E.Ba.323 : aor. 1 ἠρεψάμην A.R.2.159, etc., (κατ-) Ar.V. 1294:—Pass., Corn.ND17 : pf. ἤρεπται Philostr.VA1.25 : (cf. ὄροφος, ἐρέπτω):—cover with a roof, καθύπερθεν ἔρεψαν..ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, i.e. they thatched [the hut] with reeds Il.24.450, cf. Od.23.193 ; τὰς..οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς αἰετόν Ar.Av.1110, cf.Fr.73 ; ἤρεψε τὴν οἰκίαν ξύλοις D.l.c.:—Pass., τὰ βασίλεια χαλκῷ ἤρεπται Philostr.l.c.    2 cover with a crown, crown, δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων Pi.O.13.32 ; [κρατήρων] κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς S.OC 473:—Med., crown oneself, κισσῷ E.Ba.323 ; στεφάνῳ κόμαν B.8.24 ; δάφνῃ μέτωπα one's forehead, A.R.2.159:—Pass., στεφάνοισι χαίταν ἐρεφθείς B.12.70.    3 wreathe as with garlands, ναὸν κρανίοις Pi.I. 4(3).54 : generally, cover, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Id.O.1.68.

German (Pape)

[Seite 1026] überdachen, mit einem Dache versehen, καθύπερθεν ἔρεψαν (κλισίην) Il. 24, 450; θάλαμον Od. 23, 193 (εἴποτέ τοι ἐπὶ νηὸν ἔρεψα s. unter ἐπερέφω); τὰς οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετόν Ar. Av 1110; ναόν Pind. I. 3, 72; ἤρεψε τὴν οἰκίαν τοῖς ἐκ Μακεδονίας δοθεῖσι ξύλοις Dem. 19, 265. Uebertr., λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pind. Ol. 1, 68; umkränzen, schmücken, zieren, κρατῆρες, ὧν κρᾶτ' ἔρεψον καὶ λαβάς Soph. O. C. 473; νῆα ἀσπίσι Ap. Rh. 2, 1076. – Med. sich u mkränzen, schmücken, κισσῷ ἐρεψόμεσθα Eur. Bacch. 323; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 159; ἐρεψάμενος Opp. C. 4, 200.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρέφω: παρατ. ἤρεφον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54, ποιητ. ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110: μέλλ. ἐρέψω Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 1110: ἀόρ. ἤρεψα Δημ. 426. 1 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ), Ἐπισκ. ἔρεψα Ὅμ. - Μέσ.: μέλλ. ἐρέψομαι Εὐρ. Βάκχ. 323: ἀόρ. ἠρεψάμην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159, κτλ., (κατ-) Ἀριστοφ. Σφ. 1294. - Παθ., πρκμ. ἤρεπται Φιλόστρ. 33. (Ἐντεῦθεν ὄροφος· πρβλ. ἐρέπτω καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄρφνη). Καλύπτω διὰ στέγης, καθύπερθεν ἔρεψαν... ὄροφον λειμωνόθεν ἀμήσαντες, δηλ. ἐστέγασαν τὴν σκηνὴν διὰ καλάμων θερίσαντες αὐτοὺς ἐκ λειμῶνος (ἴδε Spitzner Exc. 36), Ἰλ. Ω. 450, πρβλ. Ὀδ. Ψ. 193, Ἰλ. Α. 39 (ἴδε ἐπερέφω)· τὰς γὰρ ὑμῶν οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετὸν (ἴδε ἀετός ΙΙΙ), «στεγάσομεν πρὸς ἀέτωμα» (Ἡσύχ.). Ἀριστοφ. Ὄρν. 1110, πρβλ. Ἀποσπ. 54· ξύλοις ἤρεψε τὴν οἰκίαν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καλύπτω διὰ στεφάνου, στέφω, ἐπιστέφω, Πινδ. Ο. 13. 46· ὧν (δηλ. τῶν κρατήρων) κρᾶτ’ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους Σοφ. Ο. Κ. 473. - Μέσ., στέφω ἐμαυτόν, κισσῷ τ’ ἐρεψόμεσθα καὶ χορεύσομεν Εὐρ. Βάκχ. 323· ξανθὰ δ’ ἐρεψάμενοι δάφνῃ καθύπερθε μέτωπα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 159: πρβλ. ἐρέπτω. 3) κοσμῶ ὡς διὰ στεφάνων ἀνθέων, ναὸν κρανίοις Πινδ. Ι. 4. 94 (3. 72): καθόλου, καλύπτω, λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον ὁ αὐτ. Ο. 1. 110.

French (Bailly abrégé)

impf. ἤρεφον, f. ἐρέψω, ao. ἤρεψα, pf. inus.
1 couvrir d’un toit, d’un abri;
2 fig. entourer de guirlandes, couronner.
Étymologie: DELG rad. ancien mais sans rapprochements.

English (Autenrieth)

aor. ἔρεψα: roof over, Il. 24.450, Od. 23.193; specific for generic, ‘built,’ Il. 1.39.