μίτρα

Revision as of 12:28, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

English (LSJ)

Ep. and Ion. μίτρη, ἡ, a piece of armour, apparently a metal guard worn round the waist, Il.4.137, 187,216, 5.857.    2 in later Poets, = ζώνη, maiden's girdle, Theoc.27.54 [μίτρᾰν cj., μικράν codd.], Call.Aet.3.1.45, Mosch.2.73, etc.; μ. λῦσαι A.R.1.288; λύσασθαι, ἀναλύεσθαι, Call.Jov.21, Del.222; παρθένον ἧς ἀπέλυσε μίτρην Epigr.Gr.319; also, = στρόφιον, τὴν μ. ἣ μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr. 39, cf. A.R.3.867, etc.    3 girdle worn by wrestlers, AP15.44.    4 surgical bandage, Q.S.4.213.    II headband, snood, μ. Λυδία νεανίδων . . ἄγαλμα Alcm.23.67, cf. E.Ba.833, Hec.924 (lyr.), Ar.Th. 257.    2 victor's chaplet at the games, Pi.O.9.84 (pl.), I.5(4).62: metaph., Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα, of an ode in the Lydian mode, Id.N.8.15.    3 headband as badge of rank at the Ptolemaic court, Arch.Pap.1.220.    4 oriental head-dress, perh. a kind of turban, Hdt.1.195, 7.90, Duris 14 J., etc.; as a mark of effeminacy, Ar.Th.941; diadem, Call.Del.166.    5 head-dress of the priest of Heracles at Cos, Plu.2.304c; of the Jewish high-priest, LXXEx.29.6, al.    III = ἐπιδιδυμίς, Hp. ap. Gal.19.123 (where μήτρη) . [ῐ by nature, E. ll. cc., etc.; ῑ by position in Hom.]

German (Pape)

[Seite 193] ἡ, ep. u. ion. μίτρη (verwandt mit μίτος); – 1) Leibbinde, Gürtel; – a) bei den Kriegern der Leibgürtel, der unter dem Panzer oberhalb der Hüften getragen wird, wie es Il. 4, 135 vom Pfeil heißt διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο καὶ διὰ θώρηκος – ἠρήρειστο, μίτρης θ' ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων – διὰ πρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς; er ist von Erz; ζῶμά τε καὶ μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον, 4, 187; vgl. noch ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην, 5, 857. – b) Jungfrauengürtel, = ζώνη; Ap. Rh. 1, 287; Callim. Del. 222; Theocr. 27, 54 [μίτραν mit kurzem α]; – Brustbinde der Frauen, Ap. Rh. 3, 867. 1013, wie Philod. 18 (V, 13). – Uebh. Binde, εὔμαλλος, Pind. I. 4, 69, Schol. erkl. ταινία; aber φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν ist das Lied in lydischer Tonweise, Pind. N. 8, 15; Kranz, Ol. 9, 84. – Bes. 2) Hauptbinde, wie sie in Griechenland nur die Frauen trugen, wie sie aber auch bei den weichlichen Asiaten sehr gewöhnlich war; μίτραν κόμας ἄπο ἔῤῥιψεν, Eur. Bacch. 1113; πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐῤῥυθμιζόμαν, Hec. 924; τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι ἀναδέονται, Her. 1, 195; τῇ μίτρᾳ τοὺς βοστρύχους ἀνειλημμένος, Luc. D. D. 2, 2, vgl. 18, 1. – Auch Krone, Diadem, Call. Del. 166; Ath. XII, 536.

Greek (Liddell-Scott)

μίτρᾱ: [ἴδε ἐν τέλ.], Ἐπικ. καὶ Ἰων. μίτρη, ἡ, εἶδος ζώνης ἣν ἐφόρουν περὶ τὴν ὀσφὺν καὶ ὑπὸ τὸν θώρακα (ἐνῷ τὸν ζωστῆρα ἐφόρουν ὑπεράνω τοῦ θώρακος), μίτρης θ’, ἣν ἐφόρει, ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων, «μίτρα δὲ ἐλέγετο τὸ ἐσώτερον τῆς λαγόνος εἴλημα· ἐρεοῦν χαλκῷ ἔξωθεν περιειλημένον», «ἔρυμα χροὸς δὲ φύλαγμα τοῦ σώματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 137, Ε. 857· ἦν δὲ κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Δ. 187. 216· (ὅθεν χαλκομίτρας Κάστωρ Πινδ. Ν. 10, ἐν τέλ.). 2) παρὰ μεταγεν. ποιητ., = ζώνη, ἡ τῆς παρθένου ζώνη, Θεόκρ. 27. 54 [[[ἔνθα]] μίτρᾰν], Μόσχ., κλ.· μ. λύειν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 288· λύσασθαι, ἀναλύεσθαι Καλλίμ. εἰς Δία 21, εἰς Δῆλ. 221· παρθένον ἧς ἀπέλυσε μίτρην Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 319. - ὡσαύτως = στρόφιον, Καλλιμ. Ἐπιγράμμ. 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 867, κτλ. 3) διάζωμα παλαιστοῦ, Ἀνθ. Π. 15. 44. 4) χειρουργικός τις ἐπίδεσμος, Κόϊντ. Σμ. 4. 213. ΙΙ. ταινία δι’ ἧς αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες ἀνέδενον τὴν κόμην αὑτῶν, Εὐρ. Βάκχ. 833· ἔφερον δὲ αὐτὴν καὶ κατὰ τὴν νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 924, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 257. 2) ὁ τοῦ νικητοῦ στέφανος ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. 9. 125, Ι. 5 (4). 79· διὸ καὶ καλεῖ μίαν τῶν ᾠδῶν αὑτοῦ: Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα, Λύδιος στέφανος (δηλ. ᾠδὴ κατὰ τὴν Λυδιστὶ ἁρμονίαν) κεκοσμημένη διὰ τοῦ αὐλοῦ, Ν. 8. 25. 3) Περσικόν τι κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, ἴσως εἶδος «σαρικίου», Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. 7. 62, 90, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 563Α, κτλ.· ὡς σημεῖον ἐκθηλύνσεως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 941, πρβλ. Οὐεργ. Αἰν. 4. 216., 9. 616· - διάδημα, Καλλ. εἰς Δῆλ. 166· -- πρβλ. κυρβασία. 4) κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τοῦ ἱερέως τοῦ Ἡρακλέους ἐν Κῷ, Πλούτ. 2. 304C. ΙΙΙ. = ἐπιδιδυμίς, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. [ῐ φύσει, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῑ θέσει παρ’ Ὁμ.].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. ceinture, particul.
1 large ceinture à l’usage des guerriers, d’où pend une plaque de métal protégeant le bas-ventre;
2 ceinture de femme;
II. bandeau pour la tête, particul.
1 bandeau servant de coiffure;
2 turban ou tiare asiatique.
Étymologie: μίτος.

English (Slater)

μίτρα
   1 headband worn by victorious athletes. ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις (O. 9.84) λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μᾰτραν (I. 5.62) met., ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (ἀλληγορικῶς τὸν ποικίλον ὕμνον οὕτω φησὶν ὡς Λυδίῳ ἁρμονίᾳ γεγραμμένον. Σ.) (N. 8.15), cf. fr. 179.