ἀπότροπος

Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον, (ἀποτρέπω)

   A turned away, far from men, ἐγὼ παρ' ὕεσσιν ἀπότροπος Od.14.372; turned away in flight, Opp.H.4.254.    2 from which one turns away, horrible, ἀ. ἄγος A.Ch.155 (lyr.); τὸν ἀ. Ἅιδαν S.Aj.608 (lyr.); σκότου νέφος Id.OT1314; πῦρ Ar.Ec.792; γνώμη ἀ. a stern, hostile decree, Pi.P.8.94; κασιγνήτης ἀπότροπον . . εὐνήν Ps.-Phoc.182.    II Act., turning away, averting, κακῶν A. Ch.42, E.Ph.586; ἀ. δαίμονες A.Pers.203.    2 preventing, saving from, ἀ. αὐτοῖς ἐγέετο μή .., c. inf., Pl.Lg.877a.

German (Pape)

[Seite 332] 1) abgewandt, entfernt, Od. 14, 372; Opp. H. 4, 254. – 2) wovon man sich abwendet, verabscheuungswerth, ὅ, τι ἄν τις ἀποτρέποιτο, Hesych.; ἄγος Aesch. Ch. 153; Ἅιδης Soph. Ai. 608; O. R. 1314; πῦρ Ar. Eccl. 792. – 3) abwendend, bes. Unheil, wie ἀποτρόπαιος; δαίμονες Aesch. Pers. 199; κακῶν Ch. 42; Eur. Herc. Fur. 801; verhindernd, ἀπ. ἐγένετο αὐτοῖς μή Plat. Legg. IX, 877 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότροπος: -ον, (ἀποτρέπω) ὁ μακρὰν τῶν ἀνθρώπων, ἐγὼ παρ᾿ ὕεσσιν ἀπότροπος, «ὁ κεχωρισμένος καὶ οἷον ἐξόριστος» (Εὐστ.), Ὀδ. Ξ. 372· ὁ τρεπόμενος εἰς φυγήν, Ὀππ. Ἁλ. 4.254. 2) ἀποτρόπαιος, φοβερός, δεινός, βδελυρός, ἀπ., ἄγος Αἰσχύλ. Χο, 155· τὸν ἀπ. Ἅιδαν Σοφ. Αἴ. 608· σκότου νέφος ὁ αὐτ. Ο.Τ.1314· πῦρ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 792· γνώμη ἀπ., αὐστηρά, ἐχθρικὴ ἀπόφασις, Πινδ. Π. 8.133· κασιγνήτης ἀπότροπον... εὐνήν Ψευδο-Φωκυλ. 169. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποτρέπων, μακρύνων, ὡς τὸ ἀποτρόπαιος Ι. - κακῶν Αἰσχύλ. Χο. 42, Εὐρ. Φοίν. 586· ἀπ. δαίμονες, Λατ. dii avrrunci, Αἰσχύλ. Πέρσ. 203. 2) ἐμποδίζων, ἀπότρ. μή... Πλάτ. Νόμ. 877Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 qui s’éloigne de la société des hommes, qui vit à l’écart;
2 dont on se détourne avec crainte ou horreur, terrible ou abominable;
II. qui détourne (les maux), gén. ; abs. tutélaire.
Étymologie: ἀποτρέπω.

English (Autenrieth)

(τρέπω): live retired, Od. 14.372†.

English (Slater)

ἀπότροπος, -ον pass.
   1 turned away οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαὶ ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (sc. βροτῶν τὸ τερπνόν. von Umkehr der Denkart zum Wanken gebracht, Fränkel D & P, 571 n. 14.) (P. 8.94)