ἀπαθής

Revision as of 14:12, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ές,

   A not suffering or having suffered, c. gen., ἀ. ἔργων αἰσχρῶν Thgn.1177; κακῶν Hdt.1.32, 2.119, X.An.7.7.33, etc.; ἀεικείης Hdt.3.160; τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e; νόσων D.60.33, etc.; but also, without experience of, πόνων Hdt.6.12; καλῶν μεγάλων Id.1.207: abs., A.Pers.862 (lyr.), Th.1.26; πρός τινος Pi.P.4.297; χάριν ἴσθι ἐὼν ἀ. be grateful for going unpunished, Hdt.9.79: generally, unaffected, τὸ οἰκεῖον ὑπὸ τοῦ οἰκείου ἐστὶν ἀ. Arist.Pr.872a11, cf. Thphr.Ign.42; πρός τι Plu.Alc.13, etc.: c. dat. modi, Luc.Nav. 44.    b Medic., of organs, unaffected, sound, μόρια Aret.SD1.7, cf. Gal.5.122; τὰ ἀπαθῆ τῶν ᾠῶν good eggs, Alex.Aphr. Pr.2.76.    II without passion or feeling, insensible, free from emotion, Arist.Top. 125b23, cf. Rh.1378a5, 1383a28, Stoic.3.109, al., Pers.Stoic.1.99; of the Cynics, Polystr.p.20 W.; unmoved by .., τινός Phld.Acad. Ind.p.51 M. Adv. -θῶς, ἔχειν Plu.Sol.20: Comp. -έστερον Plot. 3.6.9: Sup. -ἐστατα Longin.41.1.    2 of things, not liable to change, impassive, Arist.Metaph.1019a31,al.; ἀ. αἱ ἰδέαι Id.Top.148a20, cf. Metaph.991b26; Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀ. φάσκων Id.Ph.256b25; ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν Id.de An.408b29, cf. 430a18; οὐσία ἀσώματος καὶ ἀ. Plu.2.765a; ἀ. ὑπὸ τῶν πολλῶν unaffected by the many, Dam.Pr.60.    3 Medic., unaffected by disease, healthy, περιταμὼν ἄχρι τῶν ἀπαθῶν Gal.5.122, cf. Antyll. ap. Orib.44.23.13.    III exciting no feeling, Arist.Po.1453b39; τὰ ἀπαθῆ unemotional topics, Id.Fr.134.    IV Gramm., not modified, of uncontracted verbs, Theodos.Can.p.36H.; of patronymics, Eust.13.17; in Metric, free from metrical licences, Ps.-Plu.Metr.p.472B.    V ἀπαθῆ, τὰ μὴ ὡς ἀληθῶς γεγονότα πάθη AntiphoSoph.5.

German (Pape)

[Seite 274] ές (πάθος), ohne Leiden, nichts leidend, πρὸς ἀστῶν Pind. P. 4, 297, ungekränkt von Bürgern; ὑπό τινος Plut.; absol., οἶκοι Aesch. Pers. 846; unversehrt, Her. 9, 97; Xen. Cyr. 7, 1, 32; χώρα Thue. 8, 25; gew. c. gen., κακῶν, nichts gelitten habend, Her. 1, 32. 5, 19, wie Lys. 2, 27; Plat. Phaedr. 250 c u. sonst; πόνων, nicht an Anstrengung gewöhnt, nicht gern ertragend, wie impatiens, Her. 6, 12; καλῶν, μεγάλων, 1, 207, unbekannt damit. Ueberh. frei von etwas, τῶν σεισμῶν τοῦ σώματος Plat. Phil. 33 e. Selten c. dat., ἀπ. τῷ πυρί Luc. nav. 44, unempfindlich gegen das Feuer. – Bei Stoikern bes. leidenschaftslos, gelassen; sonst im tadelnden Sinne, gefühllos, stumpfsinnig, Arist.; Plut. Rom. 7; πρός τι, unempfänglich für etwas, de audit. 9. – Bei den Gramm. sind ἀπαθῆ verba intransitiva. – Adv. ἀπαθῶς, z. B. ἔχειν Plut. Sol. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰθής: -ες, ὁ ἄνευ πάθους ἢ αἰσθήσεως, ὁ μὴ πάσχων ἢ ὁ μὴ παθών: Ι. μ. γεν., ἀπ. ἔργων αἰσχρῶν Θέογν. 1177· κακῶν Ἡρόδ. 1. 32., 2. 119, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, κτλ.· ἀεικείης Ἡρόδ. 3. 160· τῶν σεισμῶν τῶν τοῦ σώματος Πλάτ. Φίλ. 33Ε, νόσων Δημ. 1399. 19, κτλ., ἀλλ’ ὡσαύτως ἄνευ πείρας τινός, πόνων Ἡρόδ. 6. 12· καλῶν μεγάλων ὁ αὐτ. 1. 207. 2) ἀπολ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 861, Θουκ. 1. 26· πρός τινος Πινδ. Π. 4. 529· χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής, νὰ ὁμολογῇς χάριν ὅτι δὲν ἐτιμωρήθης, Ἡρόδ. 9. 79: ἐν γένει: ὁ μὴ παθών, ὑπό τινος Ἀριστ. Προβλ. 3. 8, Θεοφρ. π. Πυρ. 42· πρός τι Πλουτ. Ἀλκιβ. 13, κτλ.· μετὰ δοτ., ἀπαθὴς ὤν τῷ πυρὶ Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 44 (3. 277). ΙΙ. ὁ ἄνευ πάθους ἢ αἰσθήματος, ἀναίσθητος, ἀπαθής, διάφ. τοῦ ἐγκρατής, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5. 2, πρβλ. Ρητ. 2. 1, 4., 2. 5, 18: - Ἐπιρρ., ἀπαθῶς ἔχειν Πλουτ. Σόλ. 20· ὑπερθ. -ἐστατα Λογγῖν. 41. 1. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς μεταβολήν, μὴ πάσχων μεταβολήν, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 12, 4, κ. ἀλλ.· ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 10, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 19· Ἀναξαγόρας τὸν νοῦν ἀπαθῆ λέγει ὁ αὐτ. Φυσ. 8. 5, 10· ὁ δὲ νοῦς ἴσως θειότερόν τι καὶ ἀπαθές ἐστιν ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 1. 4, 15, πρβλ. 3. 5, 2: ἰδίως ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ, οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθὴς Πλούτ. 2. 765Α· πρβλ. ἀπάθεια 2. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ διεγείρων αἴσθημα, ὁ μὴ προξενῶν ἐντύπωσιν, Ἀριστ. Ποιητ. 14.16, τὰ ἀπαθῆ, τὰ μὴ προξενοῦντα ἐντύπωσιν, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 125· τὰ ἀπαθῆ, τὰ ἀμετάβατα ῥήματα, Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui ne souffre pas, non atteint, intact ; sain et sauf;
2 qui n’éprouve pas ou n’a pas éprouvé : πόνων HDT qui ne connaît pas la fatigue ; καλῶν HDT qui ne connaît pas les commodités de la vie.
Étymologie: ἀ, πάθος.