συντελέω
English (LSJ)
fut.
A -έσω SIG1044.27 (Halic.. iv/iii B.C.), Att. συντελῶ BCH54.270 (Rhamnus, iii B.C.):—bring to an end, complete, σ. τὴν δαπάνην make up the whole expense, D.14.20; σ. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα make up the number of the chariots to one hundred, X.Cyr.6.1.50; of a workman, σ. γεῖσον finish it off, Lys.Fr.185 S. (Pass.), cf. IG12.372E14; στέφανον Test. ap. D.21.22; ναῦς Plb.1.21.3 (Pass.); σ. ταχύ finish it in a hurry, Alex.149.12; σ. τὴν ἐπίνοιαν accomplish it, Plb.4.81.3; λόγον LXX Is.10.22, Gal.15.59:—Med.. Plb.1.9.6, PFay.12.8 (ii B.C.), D.S.1.59; ἵνα περὶ ὧν καταπέπλευκας συντετελεσμένος . . ἀναπλεύσῃς PSI6.614.9 (iii B.C.), cf. Plb.5.100.9:— Pass., Inscr.Délos 502 A 15 (iii B.C.), PCair.Zen.124.7 (iii B.C.), D.S.12.26, Ev.Marc.13.4, etc.; λιθάρια συντετελεσμένα PHolm.5.4. b Act., c. inf., σ. καταφαγεῖν finish eating, LXX Ge.43.2, cf. Si.24.28: c. part., ib.Nu.4.15, 3 Ki.8.54. c perpetrate, βίαιόν τι BGU1818.21 (i B.C.):—Med., περὶ ὧν συντετέλεσται, τυχεῖν αὐτὸν . . τιμωρίας PEnteux.50.7 (iii B.C.), cf. Klio 16.150 (Delph., ii B.C.):— Pass., SIG684.5 (Dyme, ii B.C.), BGU1762.7, al. (i B.C.). 2 Pass., to be caused, brought about, freq. in Epicur., πλεοναχῶς σ., of a plurality of causes, Ep.2p.37U., cf. p.50 U.; simply, occur, happen, τὰς συντελουμένας . . φάσεις Ptol.Phas.p.10 H. 3 celebrate or hold sacred rites, ἁγιστείας Pl.Ax.371d; θυσίας SIG1044.27, al., Supp.Epigr.1.366.29 (Samos, iii B.C.); τὴν ἡμέραν Epicur.Fr.217; τὸν ἀγῶνα, τὴν πανήγυριν, D.S.11.29, 17.16; τὰ Ἴσθμια Plu.Ages.21; τοὺς κός μους παρὰ τῇ Μητρί Michel 537 (Cyzicus, i B.C.):—Pass., θυσία τῷ Διὶ σ. Arist.Mir.844a35, cf. PEnteux.6.6 (iii B.C.). 4 make an end of, destroy, LXX 2 Ch.20.23. II pay towards common expenses, contribute, σ. ἑξήκοντα τάλαντα Aeschin.3.95; but mostly without the sum expressed, ἐν ταῖς εἰσφοραῖς σ. εἰς τὸν πόλεμον contribute by payment of the εἰσφοραί towards the war, D.20.28. 2 generally, contribute, πρὸς or εἰς τὴν γένεσιν, Arist.GA715a12, HA 509a29; πρὸς μίαν ἀρχήν Id.PA669b19; πρὸς ἓν ἅπαντα σ. Id.EN1096b28; εἰς ἀνάδοσιν τροφῆς Gal.15.196: also c. dat., to be of service, be profitable, help, τῷ βίῳ Alex.271; τῇ λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.Vict.Att. 6; τινὶ πρός τι Luc.Alex.36:—Pass., to be contributed, εἴς τι Arist. GA725a5, al. 3 ὧν οὐδὲν εἰς τὴν ἐξαλλαγὴν σ. τῆς ἐπιμελείας none of which make for (require) a change of treatment, Sor.2.17. III since at Athens all citizens were classed acc. to their rateable property, and the contributions to which they were liable, σ. εἰς . . meant to belong to a class, be counted in it (cf. τελέω 11.3), σ. εἰς ἄνδρας Isoc.12.212; εἰς τοὺς νόθους D.23.213; ἐς τὸ μετοικικόν, ἐς τὸ συνέδριον, Luc.Bis Acc.9, Deor.Conc.15: c. dat., σ. τῷ χορῷ Alciphr.3.71. 2 σ. ἐς Ἀθήνας, ἐς Ὀρχομενόν, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, used of communities united in or to a state, Th.2.15, 4.76, X.HG7.4.12: c. dat., σ. Θηβαίοις Isoc.14.8, cf. Plu.Arat.34: abs., Μακεδονίας καὶ τῶν συντελούντων the tributaries, ib.54: cf. sq. 111.
Greek (Liddell-Scott)
συντελέω: μέλλ. -έσω, φέρω εἰς τέλος ὁμοῦ, παντελῶς τελειώνω, συμπληρῶ, τελειώνω, σ. τὴν δαπάνην, συμπληρῶ τὴν ὅλην δαπάνην, Δημ.· 183. 13· σ. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα, συμπληρῶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἁρμάτων εἰς 100, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 50· ― ἐπὶ ἐργάτου, σ. γεῖσον, ἀποτελειώνω αὐτό, Λυσί. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 120· στέφανον παρὰ Δημ. 522. 4· ναῦς Πολύβ. 1. 21, 3· συντελῶ ταχύ, τελειώνω τι ἐν σπουδῇ, ταχέως, ἐπὶ ὀψοποιοῦ, Ἄλεξις ἐν «Μιλησίᾳ» 1. 12· ― ὡσαύτως, σ. τὴν ἐπίνοιαν, ἀποτελειώνω, φέρω εἰς πέρας, Πολύβ. 4. 81, 3· τὴν νομοθεσίαν, εἰρήνην Διόδ. 12. 26, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πολύβ. 1. 9, 6, Διόδ. 1. 59· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., Πολύβ. 5. 100, 9. 2) ἐκτελῶ ἱερὰς τελετάς, ἁγιστείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D· τὸν ἀγῶνα, τὴν πανήγυριν Διόδ. 11. 29., 17. 16· τὰ Ἴσθμια Πλουτ. Ἀγησ. 21. τοὺς κόσμους παρὰ τῇ μητρὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 3657. 3. ― Παθ., θυσία τῷ Διὶ σ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 137. ΙΙ. συνεισφέρω πρὸς δημοσίας δαπάνας, σ. ἑξήκοντα τάλαντα Αἰσχίν. 67. 17· εἰσφορὰς τοῖς Ἀχαιοῖς Πολύβ. 4. 60, 4· ― ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἄνευ τοῦ ποσοῦ ῥητῶς ἐκφερομένου, σ. εἰς τὸν πόλεμον ἐν ταῖς εἰσφοραῖς, συνεισφέρω, πληρώνων τὰς εἰσφορὰς διὰ τὸν πόλεμον, Δημ. 465. 23. 2) καθόλου, συνεργῶ, βοηθῶ, πρὸς ἢ εἰς τὴν γένεσιν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 1, 2, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 1· εἰς μίαν ἀρχὴν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 2· πρὸς ἓν ἅπαντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 12· ― ὡσαύτως μετὰ δοτικ., εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, τῷ βίῳ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 31· τινι πρός τι Λουκ. Ἀλέξ. 36, κτλ. ― Παθ., συνεισφέρομαι, πληρώνομαι ἀπὸ κοινοῦ, εἴς τι Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 43, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ἐπειδὴ ἅπαντες οἱ πολῖται ἐν Ἀθήναις ἦσαν διῃρημένοι κατὰ τὴν ἐκτιμητὴν αὐτῶν περιουσίαν, καὶ αἱ συνεισφοραὶ εἰς ἃς ὑπέκειντο ἦσαν ἀναλόγως διορισμέναι, διὰ ταῦτα ἡ φράσις, σ. εἰς…, ἐσήμαινεν, ἀνήκω εἴς τινα διαίρεσιν φορολογικήν, κατατάσσομαι εἰς αὐτὴν (πρβλ. τελέω ΙΙ. 3), σ. εἰς ἄνδρας Ἰσοκρ. 277Β· εἰς τοὺς νόθους Δημ. 691. 18· ἐς τὸ μετοικικόν, ἐς τὸ συνέδριον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 9, Θεῶν Συμβουλ. 15· μετὰ δοτ., σ. τῷ χορῷ Ἀλκίφρων 3. 71. 2) σ. εἰς Ἀθήνας, εἰς Ὀρχομενόν, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, λέγεται ἐπὶ μικρῶν πόλεων ὑποτελῶν φόρου εἰς μεγαλειτέρας ἢ διατελουσῶν ὑπὸ τὴν προστασίαν αὐτῶν, Θουκ. 2. 15., 4. 76, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 12· μετὰ δοτ., σ. Θηβαίοις Ἰσοκρ. 298Β, πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 34· ἀπολ., οἱ συντελοῦντες, οἱ φόρον τελοῦντες, οἱ φόρου ὑποτελεῖς, αὐτόθι 54, πρβλ. συντελὴς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. tr. finir, accomplir, exécuter avec ou ensemble : ἅρματα XÉN faire fabriquer des chars ; νεών PLUT construire un temple ; φιλοσοφικοὺς διαλόγους PLUT composer des dialogues philosophiques ; ἀγῶνα PLUT organiser ensemble un concours ; θυσίας PLUT célébrer ensemble des sacrifices;
II. intr. 1 parvenir avec ou ensemble au même but, à une même fin ; concourir à, contribuer à, avec πρός et l’acc.;
2 en gén. contribuer à, aider à : πρός τι LUC à qch ; οὐδὲν τῷ χρησμῷ πρὸς τὴν νόσον σ. LUC n’aider en rien à l’oracle contre la maladie;
3 appartenir à une certaine classe, litt. payer des impôts comme citoyen inscrit parmi (les hommes faits, etc.) : σ. εἰς ἄνδρας ISOCR faire partie des hommes faits ; εἰς τὸ μετοίκιον LUC faire partie des métèques;
4 payer une contribution à une cité, à un État, à un peuple, càd être tributaire, payer un tribut à un autre État.
Étymologie: συντελής.
English (Slater)
συντελέω
1 fulfil together τλάντων δ (sc. τῶν Ἀβδηριτῶν) ἔπειτα θεοὶ συνετέλεσσαν (Pae. 2.65)