νεκρός

Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

ὁ (of a woman, Diph.129),

   A corpse, Hom., etc.: as Subst., in early writers always of mankind, νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Il. 6.71; ν. ἔρυον κατατεθνηῶτας 18.540: freq. of those killed in battle, τοὺς ν. ὑποσπόνδους ἀνείλοντο Th.4.44, etc.: in sg., νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Hdt.5.92.η'; κεῖται ν. περὶ νεκρῷ S.Ant.1240, etc.; Πατρόκλῳ ν. ὄντι Pl.R.391b: the Art. is freq. omitted even of a particular corpse, esp. when a gen. is added, ν. γυναικός, ἀνθρώπου, Hdt.2.89, 90, cf. A. Ag.659, Th.1018; later, of a fish, ν. ἰχθύος M.Ant.6.13: neut. pl. νεκρά, τά, Plu.2.773d: metaph., νεκρὰ καὶ καπνός M.Ant.12.33.    2 dying person, μυχθισμὸς νεκρῶν E.Rh.789; ν. ἀσπαίροντες Antipho 2.4.5; ν. ἀποθνῄσκοντες Th.2.52.    3 metaph., ὁ υἱός μου ν. ἦν καὶ ἀνέζησε Ev.Luc.15.24; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καὶ ν. εἶ Apoc.3.1; ν. τῇ ἁμαρτίᾳ Ep.Rom.6.11.    4 in pl., the dead, as dwellers in the nether world, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526, cf. 11.34, etc.; ἐν νεκροῖς LXXPs.87(88).5; ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι Ev.Jo.12.1; ἡ ἀνάστασις ἡ ἐκ ν. Ev.Luc.20.35: metaph., ζωὴ ἐκ ν. Ep.Rom.11.15.    II as Adj. νεκρός, ά, όν, dead, first in Pi., ν. ἵππος Fr.203; ν. σώματα Mitteis Chr.31 ii 22 (ii B.C.), Ach.Tat.3.5, cf. Nic.Dam.58 J., Plu.2.685b, X. Eph.5.1, POxy.51.8 (ii A.D.), BGU1024vii26 (iv/v A.D.) (but also τὰ τῶν ν. σώματα Pl.Lg.959b; σῶμα . . νεκροῦ E.Hec.679); ν. χελώνη Luc.DDeor.7.4: Comp. -ότερος AP11.135 (Lucill.).    2 inanimate, inorganic, opp. ἔμψυχος, Plot.3.6.6; οὐχὶ ν., ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν Id.4.7.9; οὐρανὸς . . ὢν πρὸ ψυχῆς σῶμα ν., γῆ καὶ ὕδωρ Id.5.1.2; ἡ ν. θάλασσα the Dead Sea, Paus.5.7.4, Gal.11.690, Orph.A. 1082.    3 metaph., ν. πλοῦτος Philostr.VS2.1.1.

German (Pape)

[Seite 237] ὁ (vgl. νέκυς), der Leichnam, die Leiche; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die Todten in der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der Todte, ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς θήσω, Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der Leichnam, ἀνθρώπου νεκρός, Her. 2, 90, νεκρὸς πρόσφατος γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρός: ὁ, (ἴδε νέκυς), νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ὅμ., κλ., ἀείποτε ἐπὶ ἀνθρώπου (ἰδὲ κατωτ. ΙΙ), νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Ἰλ. Ζ. 71· νεκροὺς τ’... ἔρυον κατατεθνηῶτας Σ. 540· οὕτω, νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Ἡρόδ. 5. 92· κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240, κτλ.· νεκροὶ ἀσπαίροντες, ἔτι ἀγωνιῶντες, Ἀντιφῶν 119. 13· Πατρόκλῳ νεκρῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Β· - τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται καὶ ἐπὶ ὡρισμένου νεκροῦ, μάλιστα ὅταν συνάπτηται μετὰ γενικῆς, νεκρὸς γυναικός, ἀνθρώπου Ἡρόδ. 2. 89, 90., 3. 16, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, Θήβ. 1013· - ἀκολούθως, νεκρά, τά, Πλούτ. 2. 773D· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 376. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, οἱ νεκροὶ οἱ κατοικοῦντες τὸν κάτω κόσμον, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526, πρβλ. Λ. 34, κτλ.· τοὺς ἑαυτῶν ν., δηλ. τοὺς ἐν τῇ μάχῃ πεσόντας, Θουκ. 4. 44, πρβλ. 97 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. συμφωνοῦν μετὰ τοῦ οὐσιαστ., νεκρός, ά, όν, πρῶτον παρὰ Πινδ. (ἐκτὸς ἐὰν οὕτως ἐκλάβωμεν τὸ ἐν Ὀδ. Μ. 10, νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα)· ν. ἵππος Πινδ. Ἀποσπ. 217· τὰ σώματα τὰ ν. Πλούτ. 2. 685Β· - συγκρ. -ότερος Ἀνθ. Π. 11. 135. 2) ἐπίθετ. τοῦ Ἅιδου, αὐτόθι 1. 111. 3) ἐπίθετ. γῆς, χώρας, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 13· οὕτως, ἡ ν. θάλασσα αὐτόθι 2. 2, 23, πρβλ. Παυσ. 5. 7, 4, Ὀρφ. Ἀργ. 1086.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 mort : οἱ νεκροί, les morts;
2νεκρός, le cadavre ; τὸ νεκρόν, m. sign.
Étymologie: R. Νεκ, faire mourir ; cf. νέκυς, lat. necare, nex.

English (Autenrieth)

dead body, corpse; with τεθνηῶτα, Od. 12.10; also νεκρῶν κατατεθνηώτων, see καταθνήσκω. Said of the inhabitants of the nether world, the dead, Il. 23.51, Od. 11.34.

English (Slater)

νεκρός
   1 corpse ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων Ταλαϊονίδας εἶπεν (νεκροῖς coni. Wil.: τελεσθεισᾶν coni. Pauw.: v. τελέω) (O. 6.15) παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. Ἀπόλλων, seizing the child Asklepios from the dead Koronis) (P. 3.43) pro adj., ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι fr. 203. 2.