βάθος

Revision as of 15:43, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (ab2)

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (βαθύς)

   A depth or height, acc. as measured up or down, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029; αἰθέρος βάθος E.Med.1297, cf. Ar. Av.1715; βάθους μετέχειν to be a solid, possessing depth as well as length and breadth, Pl.R.528b; εἴτ' ἐν βάθεσιν εἴτ' ἐν τάχεσιν Id.Plt. 299e; βάθους αὔξη Id.R.528d; opp. μῆκος, πλάτος, Arist.Ph.209a5; μεγέθους τὸ ἐπὶ τρία [συνεχὲς] β. Id.Metaph.1020a12: with Preps., ἐκ βάθεος in depth, Hdt.1.186; ἐκ βάθους through and through, Plot. 5.8.10; εἰς βάθος Arist.Mete.386a23, al.; ἐν βάθει Id.Sens.440a14, etc.; κατὰ βάθους Id.Mete.339b12; κατὰ βάθος in a descending scale, metaph. of causation, Dam.Pr.95: freq. in military sense, depth of a line of battle, X.HG3.4.13, etc.; ἐπὶ βάθος τάσσεσθαι in depth of line, Th.5.68; ἐς β. ἐκτάξαι Arr.An.1.2.4; β. τριχῶν, of long thick hair, Hdt.5.9; ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7; interior of a country, Str.3.3.7, al.; depth, of perspective in a picture, Procop.Gaz.Ecphr. p.157 B.: pl., βάθη depths, Pl.Ti.44d, etc.; deep water, opp. shallows near shore, LXXPs.68(69).2, al., Ev.Luc.5.4; ἐν τοῖς βάθεσιν Arist. HA599b9.    b Astron., = ταπείνωμα, Vett.Val.241.26.    2 metaph., κακῶν ὁρῶν β. A.Pers.465; ἢ μακροῦ πλούτου βάθει S.Aj.130, cf. Ep.Rom.11.33; β. ἡγεμονίας Plu.Pomp.53; depth of mind, β. τι ἔχειν γενναῖον, of Parmenides, Pl.Tht.184a; ἐν βάθει πόσιος deep in drink, Theoc.14.29; β. καρδίας ἀνθρώπου LXXJu.8.14; τὰ β. τοῦ θεοῦ, τοῦ Σατανᾶ, 1 Ep.Cor.2.10, Apoc.2.24.    3 of lit. style, bathos, ὕψους ἢ β. Longin.2.1. (Substituted for βένθος under the influence of βαθύς.)

German (Pape)

[Seite 423] τό, Tiefe, Höhe; Ταρτάρου Aesch. Prom. 1031; αἰθέρος Eur. Med. 1297; u. A.; Breite, Ggstz μῆκος Pol. 6, 29; τριχῶν, Länge der Haare, Her. 5, 9; vgl. Theocr. 8, 29; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp. Ath. XI. 509 d. – Vom Heere nach Achill. Tact. 7 τὸ μετὰ τὸ μέτωπον ἅπαν, Suid. ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος κατὰ βάθος λέγεται. So oft bei Xen., τὸ βάθος τάττειν τάξιν εἰς δώδεκα, zwölf Mann hoch stellen, Cyr. 2, 4, 4, dem μέτωπον, der Fronte, entgegengesetzt; ἐπὶ πολλῶν ποιήσαντες τὸ βάθος Hell. 3, 4, 13, u. sonst; ἐπὶ βάθος Thuc. 5, 68; οἱ ἐν βάθει, die tief im Lande wohnen, Geogr. – Von der Zeit, αἰώνων Synes. – Uebertr. von jeder Fülle, κακῶν Aesch. Pers. 457. 698; πλούτου Soph. Ai. 130; ἡγεμονίας Plut. Pomp. 53 Eur. Hel. 303; Geistesfülle, Plat. Theaet. 183 e u. Sp.; ἐν βάθει πόσιος, tief im Gelag, Theocr. 14, 29.

Greek (Liddell-Scott)

βάθος: -εος, τό, (βαθὺς) βάθοςὕψος ὅπως ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ κάτω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος βάθος Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι σῶμα στερεόν, ἔχον βάθος ὡς καὶ μῆκος καὶ πλάτος, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ βάθος, Ἡρόδ. 1. 186· εἰς βάθος Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ βάθος γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ μέτωπον, Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ βάθος, κατὰ βάθος στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· οὕτως ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς κόμης, Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ βάθος, τὸ βαθὺ ὕδωρ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. βαθύς. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν βάθος Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. βαθύπλουτος) Σοφ. Αἴ. 130· βάθος διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 profondeur ; particul. profondeur d’une troupe rangée en bataille : ἐπὶ βάθος THC en profondeur, en colonne ; ἐκ βάθεος HDT en profondeur ; fig. κακῶν βάθος ESCHL abîme de maux ; πλούτου βάθος SOPH abondance (litt. profondeur) de richesses;
2 p. anal. en mesurant de bas en haut, hauteur : αἰθέρος βάθος EUR hauteur des airs;
3 p. ext. longueur : τριχῶν HDT longueur des poils (des chevaux).
Étymologie: R. Βαθ, être profond.

English (Abbott-Smith)

βάθος, -εος (-ους), τό, [in LXX for מְצוּלָה ,תַּחְתִּי, etc.;]
depth: Mt 13:5, Mk 4:5, Ro 8:39, Eph 3:18; τὸ β., the deep sea: Lk 5:4; metaph., β. πλούτου . . . Θεοῦ, Ro 11:33; τὰ β. τ. Θεοῦ (the Divine counsels), I Co 2:10; ἡ κατὰ βάθους πτωχεία, deep poverty, II Co 8:2.†