πένης

Revision as of 18:00, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

English (LSJ)

ητος, ὁ, (πένομαι)

   A one who works for his living, day-labourer, poor man, opp. πλούσιος, Democr.283; opp. δυνάμενος, Archyt.3; πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος... ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα· τοῦ δὲ πένητος ζῆν φει- δόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ar.Pl. 553 ; οἱ π. αὐτῶν Hdt.1.133, 2.47 ; πλούσιος ἐκ πένητος Lys.1.4 ; πένητες ἄνθρωποι Hdt.8.51 ; οἷ' ἀνὴρ π. S.Ph.584; π. ἵππος X. Oec. 11.5.    II as Adj., π. δόμοι E. El.1139 : c. neut., ἐν πένητι σώματι ib. 372 : c. gen., χρημάτων πένητες poor in money, ib.38 ; π. φίλων Pl.Ep.332c ; π. ἀπολογίας Luc. Apol. 11 : Comp. πενέστερος X.Ath.1.13: Sup. πενέστατος D.21.123.

German (Pape)

[Seite 554] ητος, ὁ, eigtl. der sich sein tägliches Brot erarbeitet (πένομαι) der Arme, Dürftige; Soph. Phil. 580; Ar. Plut. 553 Eccl. 566; Eur. oft; πένητες ἄνθρωποι, Her. 8, 51; im Ggstz von πλούσιοι, Dem. 24, 124, wie Plat. Prot. 319 d; καὶ φειδωλός, Legg. IV, 719 e; καὶ ἄπορος, Rep. VIII, 552 a; auch τινός, arm an Etwas, z. B. πένης γὰρ ἦν ἀνδρῶν φίλων καὶ πιστῶν, Ep. VII, 332 c; nach Xen. Mem. 4, 2, 37 ὁ μὴ ἱκανὰ ἔχων εἰς ἃ δεῖ τελεῖν; Folgde; βίος, Antp. Th. 47 (IX, 23). – Das tem. πένησσα erwähnt Hesych. – Compar. πενέστερος, Xen. Ath. 1, 13; Plut. auch superl. πενέστατος.

Greek (Liddell-Scott)

πένης: -ητος, ὁ, (πένομαι) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τὸν καθημερινὸν αὑτοῦ ἄρτον, ἄνθρωπος τῆς ἐργατικῆς τάξεως, οὐχὶ εὔπορος, ἀλλὰ ῥητῶς τίθεται ὑπεράνω τοῦ πτωχοῦ, (= ἐπαίτου), πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος .. ζῆν μὲν ἐστὶν μηδὲν ἔχοντα· τοὺ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα Ἀριστοφ. Πλ. 553· οἱ ὑπ’ αὐτῶν Ἡρόδ. 1. 133., 2. 47· ἐκ πένητος, πλούσιος Λυσ. 92. 12· πένητες ἄνθρωποι Ἡρόδ. 8.51· οἷ’ ἀνὴρ π. Σοφ. Φ. 584· ἐπὶ τὸ ἀστειότερον, π. ἵππος Ξεν. Οἰκ. 11, 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., π. δόμος Εὐρ. Ἠλ. 1139· καὶ μετ’ οὐδ., ἐν πένητι σώματι αὐτόθι 372· μετὰ γεν., π. χρημάτων, ἐνδεὴς χρημάτων, αὐτόθι 38· π. φίλων, ἐστερημένος φίλων, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C· π. ἀπολογίας Λουκ. Ἀπολ. 11· - ὡσαύτως θηλ. ἡ πένησσα, «πέννησα· πτωχὴ» Ἡσύχ.· - συγκρ. πενέστερος, Ξεν. Ἀθην. 1, 13· ὑπερθ. πενέστατος, Δημ. 555. 11.

French (Bailly abrégé)

ητος;
adj.
pauvre, indigent (propr. qui travaille pour vivre) ; avec un gén. pauvre de, qui manque de;
Cp. πενέστερος, Sp. πενέστατος.
Étymologie: πένομαι.

English (Strong)

from a primary peno (to toil for daily subsistence); starving, i.e. indigent: poor. Compare πτωχός.

English (Thayer)

πένητος, ὁ (πένομαι to work for one's living; the Latin penuria and Greek πεινάω are akin to it (cf. Vanicek, p. 1164); hence, πένης equivalent to ἐκ πόνου καί ἐνεργείας τό ζῆν ἔχων, Etym. Magn.), poor: Sophocles and Herodotus down; the Sept. for אֶבְיון, עָנִי, דַּל, רָשׁ, etc.) [ SYNONYMS: πένης, πτωχός: "πένης occurs but once in the N. T., and then in a quotation from the O. T., while πτωχός occurs between thirty and forty times .... The πένης may be so poor that he earns his bread by daily labor; the πτωχός that he only obtains his living by begging." Trench, § xxxvi.; cf. Schmidt, chapter 85,4; chapter 186.]