γεμίζω

Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

(γέμω)

   A fill full of, load, freight or charge with, prop. of a ship, τινός Th.7.53, X.HG6.2.25, etc.; γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Test. ap.D.21.168; ναῦν σίτου D.34.36; θηρίων τὰς ναῦς Plb.1.18.8; τραπέζας θοίνης OGI383.146 (Commagene); of animals, load, κτήνη PFay.117.14 (ii A. D.), cf.PTeb.419.17 (iii A. D.): c. dupl.acc., PFlor. 195.4 (iii A. D.); σποδοῦ γ. λέβητας charging them with ashes, A.Ag. 443; γεμίσω σε let me fill you, addressed to a cup, Theopomp.Com. 32; αὑτόν stuff, gorge, Men.Pk.296; τὴν κοιλίαν ἀπό τινος v.l. in Ev.Luc.15.16:—Med., D.20.31; ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς Luc. Asin.46:—Pass., metaph. of the Cyclops, E.Cyc.505 (lyr.); of bees, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Arist.HA624b2: c. gen., γ. ἀλαζονείας, εὐσεβείας, Ph.2.186,357.    II later, c. acc. rei, γεμίζειν ὕδωρ (sc. τὴν ὑδρίαν) to fill it full of water, Paus.3.13.3:—Pass., οἶνον, πῦρ γεμισθείς, AP12.85 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 480] anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῦς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν ὕδωρ, ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς νεώς Dem. 34, 10; γεμισθεὶς ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς ναῦς Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).

Greek (Liddell-Scott)

γεμίζω: μέλλ. ἀττ. –ιῶ (γέμω), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, κυρίως ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς ποτήριον, Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν ὕδωρ (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., οἶνον, πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.

French (Bailly abrégé)

f. γεμίσω, att. γεμιῶ, ao. ἐγέμισα, pf. inus.
Pass. part. ao. γεμισθείς, pf. γεγέμισμαι;
remplir : γ. τινός, remplir de qch.
Étymologie: γέμω.

Spanish (DGE)

I tr. en v. act.
1 llenar con, cargar de c. ac. del ‘receptor’ y gen. de la carga σποδοῦ γεμίζων λέβητας A.A.443, ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων καὶ δᾳδός Th.7.53, τὰ πλοῖα πάντα ... τῶν τε ἀνδραπόδων καὶ τῶν χρημάτων X.HG 6.2.25, cf. Plb.1.18.8, τὴν ναῦν ξύλων καὶ χαράκων D.21.168, cf. 34.36, PSI 429.12 (III a.C.), τραπέζας ... θοίνης IGLS 1.146 (Comagena I a.C.), τὰς ὑδρίας ὕδατος Eu.Io.2.7, παροψίδα ὀξογάρου Arr.Epict.2.20.30, τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἐκ τῶν κερατίων Eu.Luc.15.16
sobreentendido uno de los dos casos: sólo c. el ac. del ‘receptor’ llenar γεμίσω σ' ἐγώ dirigido a una copa, Theopomp.Com.33, τὴν κιστέρναν Hero Mens.20, τὴν ὑδρίαν Sch.E.Hipp.123, τὸ τόξον Ps.Callisth.1.31B
sólo c. gen. de la carga γέμεισον χόρτου carga el forraje (en el burro) PTeb.419.17 (III d.C.), cf. dud. SB 1976 (V d.C.)
c. ac. de la carga cargar, coger γεμιζούσῃ τῇ θυγατρὶ ὕδωρ συντυχόντες Paus.3.13.3
c. doble ac., del receptor y la carga cargar πάντα τὰ κτήνη γεμίζι (sic) βάκανον carga con berza a todos los animales, PFay.117.14 (II d.C.), ἵνα αὐθωρὸν αὐτὸν γεμίσῃς ἄρτων ἀρτάβας δύο PFlor.195.4 (III d.C.).
2 c. ac. de pers. hartar, saciar ἄριστον ... καταλαβὼν ... ἐγέμιζεν αὑτόν Men.Pc.546.
II en v. med.-pas.
1 intr. llenarse, cargarse σκάφος ὁλκὰς ὣς γεμισθείς E.Cyc.505, καὶ οὕτω γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται las abejas, Arist.HA 624b2, κηρύττειν πρώτους γεμίζεσθαι τοὺς ὡς ὑμᾶς πλέοντας D.20.31, ἔστ' ἂν τὸ ὑδροστάσιον γεμισθῇ PFay.131.12 (III/IV d.C.), βίου δὲ χρῄζοντες καὶ τοῦ γεμίζεσθαι τὴν γαστέρα Them.Or.23.293d
c. gen. llenarse de ὅταν αἱ ... φλέβες γεμισθῶσιν ἠέρος Hp.Flat.10, ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς Luc.Asin.46, ἐγεμίσθη ὁ ναὸς καπνοῦ Apoc.15.8, πτερῶν αὐτὸ (κεράμιον) γεμισθῆναι ἐκέλευσεν Hierocl.Facet.21
c. gen. abstr. γεμισθεὶς ἀλαζονείας Ph.2.186, γεμισθέντας εὐσεβείας Ph.2.357, τῶν τε τῆς κόρης προσώπων γεμισθείς Ach.Tat.1.6.1.
2 c. ac. πῦρ δὲ γεμισθείς AP 12.85 (Mel.).

English (Strong)

transitive from γέμω; to fill entirely: fill (be) full.

English (Thayer)

1st aorist ἐγεμισα; passive (present γεμίζομαι); 1st aorist ἐγεμίσθην; (γέμω, which see); to fill, fill full;
a. absolutely in passive: τί τίνος, to fill a thing full of something: τί ἀπό τίνος, of that which is used for filling, WH Tr marginal reading); also in the same sense τί ἐκ τίνος, WH marginal reading) (מִן מָלֵא, Winer s Grammar, § 30,8b.; Buttmann, 163 (143))).