χρημοσύνη

Revision as of 19:17, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)

English (LSJ)

,

   A need, want, lack, Thgn.389,394, al., dub. cj. in Trag.Adesp.509 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1374] , Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

χρημοσύνη: , ὡς τὸ χρείᾱ, ἀνάγκη, ἔλλειψις, ἔνδεια, Τυρταῖος 7 (6). 8, Θέογν. 389. 394, κ. ἀλπρβλ. χρησμοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης () :
besoin, indigence, pauvreté.
Étymologie: χράομαι.

Greek Monolingual

, Α
(ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. -ο-σύνη (βλ. λ. -σύνη)].