Τριπτόλεμος

English (LSJ)

ὁ, Triptolemus, an Eleusinian, who spread the worship of Demeter, h.Cer.153, etc.

Russian (Dvoretsky)

Τριπτόλεμος:Триптолем (миф. царь Элевсина, изобретатель плуга, насадитель земледелия; после смерти - судья в подземном царстве) HH, Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

Τριπτόλεμος: ὁ, Ἐλευσίνιός τις διαδοὺς τὴν λατρείαν τῆς Δήμητρος, Τριπτολέμου πυκιμήδεος Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 153, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μυθ. Ελευσίνιος θεός και ήρωας, γιος του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και της Μετάνειρας ή του Ωκεανού και της Γαίας, ο οποίος αναφέρεται για πρώτη φορά ότι εισήγαγε μαζί με τον Κελεό τα Μυστήρια της Δήμητρος και του οποίου το όνομα συνδέθηκε αργότερα με τη διάδοση της καλλιέργειας του σίτου σε όλο τον κόσμο, καθώς και με την ορφική ποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για σύνθ. λ. < τρι- + πόλεμος / πτόλεμος (< πελεμίζω, βλ. λ. πόλεμος) με σημ. «αυτός που κάνει τρεις προσπάθειες, αυτός που προσπαθεί πολύ» (πρβ. πελεμίζω τόξον «καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια [για να τεντώσω το τόξο]»). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι ο ήρωας Τριπτόλεμος συνδέθηκε με τη γεωργία λόγω της παρετυμολ. σύνδεσης του ονόματός του με τη λ. τρίπολος «(για αγρό) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές»].

Frisk Etymology German

Τριπτόλεμος: {Triptólemos}
Grammar: m.
Meaning: eleusinischer Heros, Begründer und Verbreiter des Ackerbaues (h. Cer. usw.).
Etymology: Erklärung strittig. Nach Kretschmer Glotta 12, 51 ff. (m. Lit.) eig. "der vielfach (eig. dreifach) sich Mühende" von π(τ)όλεμος in einer vermuteten alteren Bed. * Anstrengung, Mühe (s. πελεμίζω). Anders Nilsson Arch. f. Religionswiss. 32, 84 f.: der eleusinische Adlige sei wegen seines Namens zum Vertreter des Ackerbaues erwählt, weil man seinen Namen volksetymologisch mit τρίπολος dreimal gepflügt (’dreifach gefurcht’ ? Armstrong ClassRev. 57, 3 ff.) verknüpfte (ähnlich v. Wilamowitz Glaube 2, 51). Ablehnend Kretschmer Glotta 27, 29f.
Page 2,933