άβακας
Greek Monolingual
1. όργανο εκτελέσεως αριθμητικών πράξεων
2. το επάνω τμήμα του κιονόκρανου
3. τετράγωνο πλακάκι για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων
νεοελλ.
1. μικρή πλάκα από σχιστόλιθο πάνω στην οποία έγραφαν με πετροκόνδυλο οι μικροί μαθητές, η πλάκα, το αβάκιο
2. το επάνω επίπεδο τμήμα της πρύμνης των ξύλινων πλοίων, όπου συνήθως γράφουν τα στοιχεία του σκάφους (κν. καθρέφτης ή αϊνάς)
3. μικρή ορθογωνισμένη πλάκα που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες
4. τμήμα της σκοπευτικής διόπτρας του πυροβόλου
αρχ.
1. τετράπλευρη σανίδα ή τραπέζι που χρησιμοποιούσαν τα αθηναϊκά δικαστήρια για την αρίθμηση τών δικαστικών ψήφων
2. στον πληθ. οι άβακες τμήμα του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η προέλευση της λ. από το εβρ. 'ābāq (= σκόνη) δεν θεωρείται σημασιολογικά ικανοποιητική.
ΠΑΡ. αρχ. ἀβάκιον, ἀβακίσκος
νεοελλ.
αβακωτός].