άλοξ

Greek Monolingual

ἄλοξ (-οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ)
1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι
2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα
3. το αυλάκι που σχηματίζει στη θάλασσα το πλοίο που ταξιδεύει
4. (στην ποιητ. γλώσσα) η συζυγική κλίνη που εννοείται μτφ. ως αγρός του ανθρώπινου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. αὖλαξ που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως προϊόν μεταθέσεως από τη ρίζα ἀολκ- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. ὦλκα (< -Fολκα) «αύλακα» — βλ. και λ. αὖλαξ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλοκίζω.