άμπυξ
Greek Monolingual
ἄμπυξ (-υκος), ο (Α)
1. διάδημα, ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών τών γυναικών
2. προμετωπίδιο αλόγου
3. στεφάνη τροχού
4. στη Μυκηναϊκή η λ. απαντά σε πινακίδες στην Πύλο με τις σημ. 1, 2 (a-pu-ke).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμ- (< πρόθ. ἀνα-, με αποκοπή και αφομοίωση) + πύξ, που απαντά στον ποιητ. τ. πύκα «πυκνός, στερεός». Η λ. συνδέεται με το αβεστ. pusā «διάδημα, στέμμα» < ΙΕ pukā ρίζα puk «συνωθώ, περικλείω, περικυκλώνω» (πρβλ. πρόσφυξ: φυγή).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμπυκάζω, άμπυκτήρ, ἀμπύκωμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἑλικάμπυξ, λευκάμπυξ, ἀνάμπυξ, κυανάμπυξ, μονάμπυξ, λιπαράμπυξ, ἱμεράμπυξ, χρυσάμπυξ, εὐάμπυξ, ἀμπυκFοργός].