έμφρων

Greek Monolingual

-ον (AM ἔμφρων, -ον)
φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες»)
αρχ.
1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί» — όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.)
2. αυτός που προέρχεται από λογική σκέψη, από φρόνηση
3. ιατρ. αυτός που συνέρχεται από λιποθυμία ή λήθαργο (σε αντίθεση με τον νεκρό)
4. ξύπνιος (σε αντίθεση με τον κοιμισμένο)
5. λογικός, μετρημένος («περὶ τὴν ἀργυρίου κτῆσιν ἔμφρων», Δίων Χρυσ.)
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφρον
η σύνεση.
επίρρ...
εμφρόνως
συνετά, φρόνιμα, λογικά.