έξαρχος

Greek Monolingual

ο (AM ἔξαρχος, ο, η, Μ ἔξαρχος, ο)
νεοελλ.-μσν.
εκκλ.
1. αντιπρόσωπος πατριαρχείου ή μητροπόλεως σε εκκλησιαστική περιφέρεια με εκκλησιαστικά αλλά και διοικητικά καθήκοντα
2. τίτλος που δίδεται ως τιμητική διάκριση σε εξέχοντες μητροπολίτες ή αρχιεπισκόπους
3. απλός κληρικός αξιωματούχος του πατριαρχείου με ειδική αποστολή
μσν.
1. επόπτης, επιθεωρητής μοναστηριών
2. ο τηρητής της τάξεως σε συνεδρία εκκλησιαστικής συνόδου
3. αντιπρόσωπος σε εκκλ. σύνοδο
4. ανώτατος πολιτικός διοικητής στις κατεχόμενες από τους Βυζαντινούς περιφέρειες της Ιταλίας και Βόρειας Αφρικής («έξαρχος Ραβέννης»)
μσν.-αρχ.
1. κορυφαίος του χορού της τραγωδίας
2. ο επικεφαλής
αρχ.
1. αυτός που κάνει αρχή, που αρχίζει κάτι («ἀοιδούς, θρήνων ἐξάρχους», Ομ. Ιλ.)
2. αρχηγός, ηγέτης, κορυφαίος («ὁ τῶν ἱερέων ἔξαρχος», Πλούτ.)
3. ηγέτης, αρχηγός, πρωτεργάτης
4. στρατιωτικός διοικητής.