ήκεστος

Greek Monolingual

ἤκεστος, -η, -ον (Α)
(για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῦς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β' συνθετικό -κεστός (< κεντώ). Η σημασία «αδάμαστος» προϋποθέτει όμως ως α' συνθετικό το στερητικό α- (ά-κεστος «εκείνος που δεν έχει γνωρίσει το βούκεντρο»), η έκταση του οποίου σε η- δεν ερμηνεύεται. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο αμάρτυρος ενικός της μοναδικής εκφράσεως στην οποία το επίθ. απαντά (βους... ήνις ηκέστας «βόδια... ενός έτους που δεν έχουν γνωρίσει το βούκεντρο») ήταν βούν... ήνιν νηκέστην, με α' συνθετικό το αρνητικό πρόθημα νη- (πρβλ. νη-κερδής). Εν συνεχεία έγινε σύγχυση του αρχικού ν- του νη-κέστην με το τελικό του ήνιν, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της έκφρασης ήνιν ηκέστην, που στον πληθυντικό έδωσε τη μαρτυρημένη ήνις ηκέστας. Ανάλογη είναι και η άποψη ότι η έκφραση προέκυψε από βους ήνις σηκέ-στας κατόπιν συγχύσεως του αρχικού στον σηκέστας με το τελικό του ήνις].