αγρίμι

Greek Monolingual

το (Μ ἀγρίμιν)
1. κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση
2. αίγαγρος, αγριοκάτσικο
νεοελλ.
1. το αγρευόμενο ζώο, το θήραμα
2. άγριο πτηνό
3. άνθρωπος δύστροπος, ατίθασος, ανυπότακτος ή ακοινώνητος, απολίτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ 1.< μσν. ἀγρίμαιον, με συνίζηση του πληθ. ἀγρίμαια, αγρίμια και με αντίστροφο σχηματισμό του ενικού κατά το σχήμα καλάμια - καλάμι, θαλάμια - θαλάμι κ.λπ.
2. Κατά τον Ανδριώτη, < μσν. ἀγρίμιν < ἀγριμαῖον, ουδ. του μτγν. επιθ. ἀγριμαῖος.