(AM ἀγριαίνω) ἄγριος1. είμαι ή γίνομαι άγριος, αγριεύω, οργίζομαι, θυμώνω2. ερεθίζω, προκαλώ, εξοργίζωμσν.Ι. ενεργ. (για καταιγίδα) ξεσπώ