αιώρηση

Greek Monolingual

η (Α αἰώρησις)
το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα
νεοελλ.
1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση του σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο
2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την κατάκλιση τών ναυτών (βλ. αιώρα)
3. (Φυσ.). Έτσι χαρακτηρίζεται η περιοδική κίνηση (ταλάντωση) του εκκρεμούς
αρχ.
(στην Ιατρική) άσκηση με ταλαντεύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰωρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιωρητικός].