ακαθαρσία
Greek Monolingual
η (Α ἀκαθαρσία) ἀκάθαρτος
1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά
2. λεκές, λέρα
3. τα έμμηνα
νεοελλ.
κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα
αρχ.
1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα
2. ηθικός ρύπος, φαυλότητα, διαφθορά
3. το να μην έχει κανείς καθαριστεί, εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου.