ακόντιο

Greek Monolingual

το (Α ἀκόντιον) ἄκων Ι]
1. μικρό δόρυ που αποτελείται από ξύλινο στέλεχος και σιδερένια αιχμή, μέσο επιθετικό ή για άσκηση
2. το αγώνισμα της ρίψης του ακοντίου, ακόντισμα, ακοντισμός.