ανάμεσα

Greek Monolingual

και αναμεσά και ανάμεσο και αναμεσό(ν) επίρρ.
1. τοπ. α) μεταξύ, στο μεταξύ
β) στο μέσον, διά μέσου
2. χρον. κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, στο μεταξύ διάστημα
3. (για πρόσωπα ή πράγματα) στις μεταξύ τους σχέσεις
4. φρ. «ανάμεσα στ' άλλα», εκτός από τα άλλα, επιπροσθέτως
«αυτό θα μείνει ανάμεσα μας», δηλ. μυστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ανάμεσα < αρχ. ἀνάμεσος. Τα ανάμεσον, αναμεσόν < αρχ. ἀναμέσον (συχνό στην Αγ. Γραφή) < έκφρ. ἀνὰ μέσον. Ο αναβιβασμός του τόνου (στο ανάμεσον) γίνεται κατ' αναλογία προς το ανάμεσα, ενώ ο τονισμός στη λήγουσα (αναμεσόν) προήλθε από συνεκφορά του ανάμεσον με προσωπικές αντων. ανάμεσόν μας - σας, κατά την οποία ο δεύτερος τόνος βαθμηδόν ενισχυόμενος απομάκρυνε τον πρώτο. Από τον τ. αναμεσόν προήλθαν τα αναμεσού, αναμεσής, αναμεσώς, αντίστοιχα κατά τα τοπικά επιρρ. σε -ού (πρβλ. αλλού, αυτού), -ης (πρβλ. καταμεσής) και κατά τα επιρρ. σε -ώς (πρβλ. ποσώς)].