ἀνάμεσος
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ἀνάμεσον, in the midst, in the heart of a country, πόλεις ἀνάμεσοι Hdt.2.108; simply, in the midst, between, PLond.2.267.189; χρόνος ἀνάμεσος ἡμέρας καὶ νυκτός Eudox.Ars 16; τὴν ἀνάμεσον ἀλλήλων χώραν Ph.Byz.Mir.1.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 situado en el centro o en medio πόλεις Hdt.2.108, ὑδραγωγός PLond.267.189 (II d.C.)
•como adv. ἀνάμεσον = a medio camino, en medio τὰ μὲν ὄντα φαῦλα ..., τὰ δὲ ἀνάμεσον Chrysipp.Stoic.2.41.15, cf. 18
•escr. ἀνὰ μέσον frec. en Arist. y heleníst., Arist.HA 496a22, MM 1191b24.
2 c. gen. que está en medio de ἀλλήλων Ph.Byz.Mir.1.2, γονάτων Rom.Mel.25.ηʹ.5.
German (Pape)
[Seite 198] in der Mitte, πόλεις, Städte mitten im Lande, im Gegensatz der ἐπὶ τῷ ποταμῷ, Her. 2, 108; ἀνάμεσον wird besser getrennt geschrieben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au milieu (des terres).
Étymologie: ἀνά, μέσος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμεσος: находящийся в глубине страны, глубинный, срединный (πόλεις Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμεσος: -ον, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, ἐν τῷ κέντρῳ χώρας τινός, Λατ. mediterraneus, πόλεις ἀνάμεσοι Ἡρόδ. 2. 108.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάμεσος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ανάμεσα, στο ενδιάμεσο, στο μέσο
νεοελλ.
επίρρ. ανάμεσα και ανάμεσο (βλ. ανάμεσα)
αρχ.
(για πόλεις) αυτή που βρίσκεται στο μέσον, στο κέντρο μιας χώρας, στην ενδοχώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μέσος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάμεσα].
Greek Monotonic
ἀνάμεσος: -ον, αυτός που βρίσκεται στην ενδοχώρα ή στο εσωτερικό, Λατ. mediterraneus, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
in the midland or interior, Lat. mediterraneus, Hdt.