αναβλαστάνω

Greek Monolingual

ἀναβλαστάνω)
βλαστάνω εκ νέου, ξαναφυτρώνω
νεοελλ.
απλώς βλαστάνω, φυτρώνω
αρχ.
1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω
2. (για πόλεις) ξαναβρίσκω την παλαιά μου ακμή και δόξα
3. παρουσιάζομαι, φανερώνομαι, ξεφυτρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλαστάνω.
ΠΑΡ. αναβλάστηση (-ις) νεοελλ. αναβλάστημα].