ανακαλύπτω

Greek Monolingual

ἀνακαλύπτω)
νεοελλ.
1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα
2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα
3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό
αρχ.
1. ξεσκεπάζω, φανερώνω
2. αφαιρώ το κάλυμμα, ανοίγω, αποκαλύπτω
3. φρ. «ἀνακαλύπτω λόγους», μιλώ απερίφραστα, ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καλύπτω.
ΠΑΡ. ανακαλυπτήρια, ανακάλυψις
νεοελλ.
ανακαλυπτικός].