αναλαμπή
Greek Monolingual
η αναλάμπω
1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα
2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς
3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα
4. ξαφνική και σύντομη επάνοδος τών αισθήσεων μελλοθανάτου
5. αντανάκλαση ακτίνων και μάλιστα ηλιακών, μαρμαρυγή
6. η θερμότητα που προέρχεται από τις φλόγες της φωτιάς
7. το μέρος της εστίας που φωτίζεται και θερμαίνεται από τη φωτιά
8. φρύγανο που χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς, προσάναμμα.