αναξιότητα

Greek Monolingual

η (Μ ἀναξιότης) ἀνάξιος
το να είναι κάποιος ανάξιος, δίχως αξία, η μηδαμινότητα, η ευτέλεια
νεοελλ.
1. ανικανότητα, αδεξιότητα
2. ακαταλληλότητα, ανεπάρκεια
3. (ειδικότερα στα Εκκλ.) ακαταλληλότητα κάποιου για το ιερατικό σχήμα, κυρίως λόγω ανηθικότητας
(μσν. φρ.) «τῇ ἐμῇ ἀναξιότητι», προς ένδειξη ταπεινοφροσύνης.