το (Μ ἀναπήδημα)ξεπήδημα, ανάβλυσηνεοελλ.1. το εκ νέου πήδημα2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση.