αναρριπίζω

Greek Monolingual

(AM ἀναρριπίζω)
νεοελλ.
ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ
μσν.
διασκορπίζω στον αέρα
αρχ.
1. κάνω αέρα με κάτι
2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω
3. (για πτηνά) φτερουγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρρίπιση. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].