και αναστένω (Μ ἀνασταίνω και -ένω) ανίστημι
1. ξαναδίνω ζωή σε νεκρό, ξαναζωντανεύω
2. ανατρέφω, μεγαλώνω παιδί
νεοελλ.
1. ευφραίνω, θέλγω («μυρωδιά που ανασταίνει»)
2. γιορτάζω την Ανάσταση
μσν.
1. σηκώνω ψηλά
2. χτίζω, οικοδομώ
3. ενισχύω, προάγω
4. ανασυγκροτώ.