αντικειμενικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που απορρέει από το αντικείμενο (και όχι από υποκειμενική, προσωπική γνώμη η κρίση)
2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» — τελικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος
β) «ἀντικειμενική ἀξία» — γενικά παραδεκτή αξία, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
γ) «ἀντικειμενικὴ κρίση» — κρίση που απορρέει εκ των πραγμάτων, ανεπηρέαστη, αμερόληπτη
(για πρόσωπα) ανεπηρέαστος, αμερόληπτος
3. γραμμ. «αντικειμενική γενική», «αντικειμενικά σύνθετα» κ.λπ.
αυτός που έχει σχέση με το αντικείμενο ή εκφράζει σχέση με το αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντικείμενο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον λόγιο Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο].