απαρτώ

Greek Monolingual

ἀπαρτῶ (-άω) (Α) αρτώ
1. εξαρτώ, κρεμώ
2. στραγγαλίζω, απαγχονίζω
3. αποσπώ, αποχωρίζω
4. μτφ. εξαρτώ κάτι από κάπου
5. (αμτβ. ενεργ.) φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ
6. (για πέτρα σε σφεντόνα) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι ελεύθερα
7. (για λόγους) είμαι ασύμφωνος, αντίθετος
8. παθ. κρέμομαι χαλαρά.