απελαύνω
Greek Monolingual
(AM ἀπελαύνω) ελαύνω
νεοελλ.
απομακρύνω, εκτοπίζω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας
αρχ.
Ι. 1. εκδιώκω κάποιον μακριά από έναν τόπο
2. εξορίζω κάποιον
3. κρατώ κάποιον σε απόσταση
4. εξαλείφω, αποσοβώ κάτι
II. (αμτβ.)
1. αποχωρώ, απέρχομαι
2. απομακρύνομαι έφιππος
III. παθ. αποκλείομαι από κάτι.