απεχθάνομαι

Greek Monolingual

(AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) έχθος
αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ
αρχ.
1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι
2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου
3. προκαλώ το μίσος ή την οργή.