αποκατάσταση

Greek Monolingual

η (AM ἀποκατάστασις) αποκαθιστώ
1. επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση
2. αποκατάσταση της υγείας, πλήρης ανάρρωση
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση του μέλλοντος κάποιου
2. νοικοκύρεμα, παντρειά
3. η εγκατάσταση και οικονομική εξασφάλιση ακτημόνων, σεισμοπλήκτων, προσφύγων κ.λπ.
4. «αποκατάσταση αρχαίου κειμένου» — η επαναφορά αρχαίου κειμένου όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή με εξάλειψη σφαλμάτων αντιγραφέων ή μεταγενέστερων παρεμβολών
αρχ.
1. (για τον κοσμικό κύκλο) η περιοδική επαναφορά
2. η επανεμφάνιση του ήλιου ή της σελήνης μετά από έκλειψη.