απόλυση

Greek Monolingual

η (AM ἀπόλυσις) απολύω
απελευθέρωση από τα δεσμά ή από περιορισμό, απόδοση της ελευθερίας, αποφυλάκιση
νεοελλ.
1. στρ. αποστράτευση μετά την περάτωση της θητείας
2. (για εργαζομένους) παύση, διώξιμο από την εργασία
3. επιτυχία, τερματισμός της φοίτησης σε σχολείο
4. έξοδος των μαθητών μετά τη λήξη του μαθήματος
μσν.- νεοελλ.
1. περάτωση της θείας λειτουργίας
2. η ευχή που λέει ο ιερέας για να δηλώσει το τέλος της θείας λειτουργίας
αρχ.
1. λύσιμο επιδέσμου
2. αποχωρισμός, απομάκρυνση
3. απαλλαγή από ασθένεια
4. περάτωση υπηρεσίας ή αγώνων
5. έξοδος από τη ζωή, θάνατος.