αυτίκα
Greek Monolingual
(AM αὐτίκα) επίρρ.
ευθύς, αμέσως, στη στιγμή
μσν.
τότε
αρχ.
1. μόλις, ευθύς
2. τώρα, αυτή τη στιγμή
3. εντός ολίγου, σε λίγο
4. παραδείγματος χάριν
5. οπωσδήποτε
6. (με άρθρο) α) «ὁ αὐτίκα φόβος»
ὁ στιγμιαίος φόβος
«ἡ αὐτίκα ἡμέρα» — αυτή η ημέρα
γ) τὸ αὐτίκα
το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικός και ιωνικός τ., που ετυμολογικά συνδέεται με τα αυ, αύτι-ν, αυτός, φέρει δε το ίδιο ληκτικό μόρφημα -κα με τα ηνί-κα, ό-κα, πό-κα, τηνί-κα].