αφαιρώ

Greek Monolingual

(Α ἀφαιρῶ, -έω)
1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ
2. στερώ, αποστερώ
3. ελαττώνω, μειώνω
νεοελλ.
1. κλέβω, υπεξαιρώ
2. αποβάλλω, βγάζω
3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης
4. μέσ. αφαιρούμαι
ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή μου σε κάτι
5. (φιλοσ.) (μτχ. παθ. παρακμ.) αφηρημένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο νοητά, για τον οποίο δεν έχω εμπειρική αντίληψη
6. γραμμ. «αφηρημένα ουσιαστικά» — αυτό που δηλώνουν ιδιότητες ή έννοιες και όχι συγκεκριμένα αντικείμενα
αρχ.
1. απαλλάσσω κάποιον από κάτι
2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι
3. αφαιρώ, παίρνω για τον εαυτό μου
4. ακυρώνω, αφανίζω, καταστρέφω
5. με στερούν από κάτι που είχα, μου παίρνουν κάτι
6. φρ. «ἀφαιροῦμαί τινα εἰς ἐλευθερίαν» — απελευθερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + αιρώ].